Βασισμένη σε αληθινή ιστορία: Η ταινιάρα των 3 Όσκαρ που πρέπει επειγόντως να δεις απόψε στην ΕΡΤ (Vid)

Δεν χάνεται...

Η ΕΡΤ ξεκινάει την εβδομάδα των οσκαρικών ταινιών με την κορυφαία του 2019. Το «Green Book» των τριών Όσκαρ είναι ένα συμπίλημα κινηματογραφικών σχημάτων και πηγών, για μια αποτύπωση που αξίζει κάθε ωραία λέξη, αλλά που είναι καλύτερα να μην το προσπαθήσεις. Γιατί θα ξεκινήσεις με την ευφράδεια και ευχέρεια του Ντον Σίρλεϊ, του ενός ήρωα, και θα καταλήξεις με την κακή άρθρωση του Τόνι Βαλελόνγκα, του συνοδοιπόρου του Ντον.

Το Green Book είναι μια αληθινή ιστορία. Ο Ντον Σίρλεϊ ήταν ένας σπουδαίος μαύρος μουσικός που πάλεψε για να αλλάξει τον ρατσιστικό κόσμο των νότιων πολιτειών. Όχι με φωνή, όχι με βία. Με τη μουσική και την αξιοπρέπειά του. «Η αξιοπρέπεια πάντα νικάει» λέει με στόμφο ο Μαχέρσαλα Αλί στον ρόλο του Σίρλεϊ σε ένα σημείο της ταινίας.

Ο Σίρλεϊ, μεγαλωμένος στην πιο απελευθερωμένη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’60, αποφασίζει να πάει για περιοδεία στις νότιες πολιτείες. Εκεί που ίσχυε ο διαχωρισμός και το καθεστώς Τζιμ Κρόου. Όχι γιατί τον πίεσε η δισκογραφική του ή γιατί τον ένοιαζαν τα λεφτά. Θα μπορούσε να μην κάνει την περιοδεία και να παίζει με το τρίο σου σε ακόμα πιο πλούσια σαλόνια της Νέας Υόρκης.

Το επέλεξε γιατί ήθελε να επιβάλλει την αξιοπρέπεια του. Ήθελε να δείξει στον κόσμο ότι δεν είναι ούτε επικίνδυνος, ούτε κακός, ούτε μια κινούμενη αρρώστια, ούτε τίποτα. Απλώς ένας ακόμα άνθρωπος. Στο ταξίδι του αυτό επέλεξε να πάρει ως σοφέρ και τρόπον τινά σωματοφύλακα τον εκ διαμέτρου αντίθετο Τόνι Βαλελόνγκα ή Τόνι Λιπ.

Ο Σίρλεϊ είχε σπουδάσει ψυχολογία, μουσική, λειτουργικές τέχνες, ήξερε πολλές ξένες γλώσσες, ήταν ένας μουσικός που συναναστρεφόταν την καλή κοινωνία. Ο Τόνι ήταν ένας σερβιτόρος που έβγαζε το μεροκάματο για την οικογένεια του με όποιον τρόπο έβρισκε εύκαιρο. Μια μέρα έφερε στο σπίτι του 50 δολάρια επειδή κατανάλωσε 26 χοτ ντογκ για ένα στοίχημα που έβαλε.

Ο Τόνι ήταν άξεστος, αγράμματος, χρησιμοποιούσε τη βία και αναζητούσε κάθε ευκαιρία για να εκμεταλλευτεί καταστάσεις και να επωφεληθεί. Ένας κλασικός Ιταλός στις ΗΠΑ στα μέσα του 20ου αιώνα.

Αυτές οι δύο αποκλίνουσες προσωπικότητες πέρασαν 6-7 εβδομάδες σε αυτό το roadtrip από το βορρά των ΗΠΑ στο νότο. Μέσα σε ένα αυτοκίνητο ως επί το πλείστον, με τον Τόνι να τρώει τον αχόρταγο, να καπνίζει το ίδιο και περισσότερο, να βωμολοχεί και να αποτελεί την άλλη άκρη σε ένα ευθύγραμμο τμήμα που περίμενε τους δύο τους να συναντηθούν στο μέσον.

Όσο κατευθύνονταν προς το νότο, τόσο πιο συχνά προέκυπταν ζητήματα που είχαν να κάνουν με το χρώμα του Ντον. Ο Τόνι με την απαίδευτη απλότητα του, αν και θα μπορούσε, δεν τον αντιμετώπισε ποτέ με ρατσισμό ή φόβο. Κι ας τον βλέπουμε να πετάει δύο ποτήρια από τα οποία ήπιαν μαύροι στο σπίτι του. Αυτό το χύμα, κάπως χοντρόπετσο στυλ του ήταν τελικά το κλειδί για να μειωθεί η απόσταση μεταξύ τους και να καταλήξουν δύο φίλοι.

Ο λόγος που λέγεται Green Book είναι γιατί εκείνη την εποχή είχε εκδοθεί ένας οδηγός, το Πράσινο Βιβλίο. Αυτός ο οδηγός παρέθετε όλα τα μέρη στα οποία θα μπορούσαν να πάνε οι μαύροι στις νότιες πολιτείες και με ποιους κανόνες θα έπρεπε να συμμορφωθούν. Αυτό το βιβλίο είναι ευαγγέλιο για τον Τόνι ώστε να κρατήσει τον Ντον μακριά από προβλήματα.

Κάτι που δεν το καταφέρνει. Εκείνο όμως που δημιουργείται χάρη σε αυτές τις καταστάσεις που βιώνει ο Τόνι εξαιτίας του ρατσισμού δημιουργούν έναν καλύτερο άνθρωπο. Κάνουν καλύτερο άνθρωπο τον Τόνι και λιγότερο διπλωμάτη και τύπο του φαίνεσθαι τον Ντον. Ο οποίος είχε κάθε λόγο να είναι αυτός ο χαρακτήρας, αλλά αυτή η ωμή απλότητα, η μποέμ ειλικρίνεια του Τόνι ήταν ένα απαραίτητο συστατικό για να βρει τον εαυτό του.

Το Green Book είναι ένα σαρκαστικό δράμα, ένας δυσεύρετος και γι΄αυτό πολύτιμος συνδυασμός χαρακτηριστικών. Είναι σαν να βλέπεις μια διαφορετική εκδοχή του Χοντρού με τον Λιγνό. Ο συσχετισμός ενός αγράμματου με έναν μπον βιβέρ και άνθρωπο της καλής κοινωνίας προκαλεί γέλιο στα σημεία που οι αντιθέσεις τους εμφανίζονται στο μέγιστο σημείο τους, αλλά είναι ακριβώς αυτό που λειαίνει το έδαφος για κάθε σημείο της συνέχειας.

Ο Βίγκο Μόρτενσεν και ο Μαχέρσαλα Αλί τακιμιάζουν, κολλάνε τρομερά μεταξύ τους. Ο πρώτος έχει ίσως το πιο δύσκολο κομμάτι, αφού κάνει μια διαφορετική προφορά, άλλαξε το σώμα του, γενικώς προσέγγισε στοιχεία στο υπερπέραν των όσων είχε κάνει μέχρι σήμερα. Κι ο Μαχέρσαλα ξέφυγε από το μοτίβο των ματσό ρόλων που είχε. Δεν είναι ο Ρέμι Ντάντον, δεν είναι ο Χουάν από το Spotlight, δεν είναι ο Κοτονμάουθ από το Luke Cage.

Η μετάβαση από την εξωφρενική κωμωδία στη συγκίνηση, μετά στο καταγγελτικό ύφος, ύστερα στο bromance και τέλος στο happy end είναι παροιμιώδης και ο Πίτερ Φαρέλι προσπαθεί να παρέμβει όσο το δυνατόν λιγότερο. Μια τέτοια ιστορία δεν έχει ανάγκη από φιοριτούρες. Της αρκεί να δώσεις έμφαση στις στιγμές που ο δεσμός των ηρώων ξεφεύγει από το ευτελές της επαγγελματικής συναλλαγής και περνάει στην επιλογή.

«Σε γνωρίζω σιγά σιγά, με γνωρίζεις κι εσύ, σε νιώθω φίλο μου. Έλα να περάσεις μαζί μου και με την οικογένειά μου τα Χριστούγεννα». Ορισμένα πράγματα στο Green Book κρίνονται κι από το αποτέλεσμα. Δηλαδή ο Φαρέλι δεν δίνει πολιτικοποιημένη χροιά στην ταινία, αλλά αυτό ενυπάρχει σε κάθε στιγμή είτε θες να το δεις είτε όχι. Και καταφέρνει να κλονίσει το μέσα σου με την υφέρπουσα σκαιότητα του ρατσισμού. Ενώ βρίσκεσαι σε μια διονυσιακή στιγμή, αφημένος εντελώς στο αλκοόλ του γέλιου, έρχεται μια σκηνή όπου ο Ντον αντιμετωπίζεται ως κάτι χαμερπές και επανέρχεσαι στην πραγματικότητα.

Αξίζει στο Green Book να το δεις απόψε, να του επιτρέψεις να σε εισπνεύσει και να σε ξεναγήσει στις δυνατές του συγκινήσεις.