Η είδηση του θανάτου του Ρέι Λιότα έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία στους στενούς σινεφίλ κύκλους που συγκροτούνται στο διαδίκτυο, εκεί όπου πλέον κάθε είδηση διαδίδεται με ταχύτητα σφαίρας και οι δέκτες της την χωνεύουν και την επεξεργάζονται για ώρες συζητώντας μεταξύ τους. Ήταν πράγματι ένα θλιβερό γεγονός αλλά όχι και κάποια τεράστια είδηση για όσους δεν βλέπουν αμερικάνικο σινεμά με πολύ στενούς όρους εδώ που τα λέμε.
Ο Ρέι Λιότα ήταν άλλωστε μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν υπήρξε κάποιο ιερό τέρας του Χόλιγουντ ώστε να ασχοληθεί όλη η πλάση με τον θάνατό του, ήταν ένας ηθοποιός που η καριέρα του δεν συνοδεύτηκε από πληθώρα λαμπερών ρόλων και μεγάλων εισπρακτικών επιτυχιών. Ήταν συνήθως δευτερεύων χαρακτήρας σε ταινίες μικρού βεληνεκούς με μια φυσικά τρανταχτή εξαίρεση, την ταινία που άπαντες θυμηθήκαμε με το που ακούσαμε για τον θάνατό του. Ο λόγος για τα «Καλά Παιδιά» του Μάρτιν Σκορτσέζε.
Φυσικά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία: πράγματι, ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στην ιστορική εκείνη μαφιόζικη ταινία του 1990 ήταν αναμφίβολα η σημαντικότερη στιγμή στην καριέρα του. Στην πραγματικότητα ωστόσο, πρόκειται για μια τόσο μεγάλη και χαρακτηριστική ταινία στην ιστορία του Χόλιγουντ που μάλλον έρχεται για να καπελώσει μια εξίσου απολαυστική ερμηνεία του Ρέι Λιότα σε μια γενικευμένα υποτιμημένη ταινία. Ο λόγος για το «Copland» του Τζέιμς Μάνγκολντ που δεν έχει την αναγνωρισιμότητα που του αξίζει.
Στην ταινία αυτή του 1996, ο Ρέι Λιότα όχι απλά δίνει ρέστα και καταφέρνει να συναγωνιστεί στα ίσια τον εαυτό του από τα «Καλά Παιδιά» αλλά πρωταγωνιστεί και σε μια σκηνή που αν το «Copland» δεν ήταν τόσο σκανδαλωδώς υποτιμημένο θα μπορούσε να είναι μια all time classic σκηνή. Αιρετική άποψη αλλά για κάποιους ισχύει: η ουσιαστικά μεγάλη στιγμή του Ρέι Λιότα στο σινεμά βρίσκεται σε αυτή την ξεχασμένη ταινιάρα.
Πρόκειται για ένα πραγματικά αριστουργηματικό αστυνομικό φιλμ: ο Σιλβέστερ Σταλόνε στον πρωταγωνιστικό ρόλο, πολύ μακριά από τους ρόλους που έχουμε συνηθίσει να τον βλέπουμε, δίνει μια ανατριχιαστική ερμηνεία ενώ οι Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Χάρβεϊ Καϊτέλ δίνουν μια μεγαλοπρέπεια στην εξαιρετικα προσγειωμένη ατμόσφαιρα και πλοκή του «Copland». Κάπου εκεί ανάμεσά τους «λάμπει» και ο Ρέι Λιότα, που συναντιέται εκ νέου με τον Ντε Νίρο, έξι χρόνια μετά τα «Καλά Παιδιά».
Στο «Copland» ο Λιότα υποδύεται έναν χαρακτήρα που από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται κάνει τον θεατή να αναρωτιέται αν πρέπει να τον συμπαθεί ή όχι. Σε μια ιστορία που έχει να κάνει με την διαφθορά της αστυνομίας και όπου κάθε αστυνομικός που εμφανίζεται είναι «κακός», ο Λιότα υποδύεται έναν τύπο πλήρως εναρμονισμένο με όλα αυτά: είναι και ο ίδιος διεφθαρμένος, και ο ίδιος κυνικός και δεν έχει καμία καούρα να αλλάξει τα πράγματα. Και όμως: ταυτόχρονα είναι -μαζί με τον τραγικό χαρακτήρα του Σταλόνε- και ο μοναδικός που κάπως συμπαθούμε στην ταινία. Πρέπει όμως ή μας παραπλανεί; Μας δίνει την εντύπωση πως πέρα από τον εναρμονισμό του με την διαφθορά είναι ένας πολύ ωραίος τύπος, υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ένα παιδί-μάλαμα. Ή μήπως κάνουμε λάθος.
Η σκηνή που κάθε αμφιβολία μας διαλύεται είναι και αυτή που σε έναν πιο δίκαιο κόσμο θα ήταν το σήμα κατατεθέν του Λιότα στο σινεμά: η σκηνή όπου εκείνος, ένας διεφθαρμένος, κυνικός, αλκοολικός μπάτσος, ενοχικός και με τύψεις για τις βρωμιές του παρελθόντος αλλά παραιτημένος και πολύ κουρασμένος για να κάνει κάτι για αυτές, δείχνει πως τελικά κουβαλάει μπόλικη ψυχή και ενσυναίσθηση. Και το κάνει με τόσο κουλ τρόπο: με το τσιγάρο να κρέμεται τεμπέλικα από το στόμα ενώ αυτός σημαδεύει κάτι πολύ επικίνδυνους τύπους ρισκάροντας τη ζωή του…
Κρίμα που πέθανε ο Ρέι Λιότα, είχε ακόμα πολλά να μας δώσει και ας μην έκανε ξανά πάταγο όπως με τα «Καλά Παιδιά». Κανονικά αυτό το κείμενο θα έπρεπε να κλείσει με ένα RIP αλλά μιλάμε για τον Ρέι Λιότα: το να ευχηθείς «ειρήνη στην ψυχή» του θα ήταν μέγιστη κατάρα για αυτόν.