Από όλες τις ιστορίες αγάπης, μίσους και προδοσίας που έχουν προκύψει σε ποδοσφαιρικό επίπεδο, από όλες εκείνες τις ιστορίες που το εν λόγω άθλημα παράγει ως τμήμα της φύσης του -και ταυτόχρονα, σε πλήρη αντίφαση με τον χορό άπειρων χρημάτων που κινούνται για την πάρτη του- καμία δεν μπορεί να ανταγωνιστεί σε μυθολογία, ένταση και παρακαταθήκη εκείνη του Λουίς Φίγκο και της μεταπήδησής του από την Μπαρτσελόνα στην αιώνια εχθρό της, Ρεάλ Μαδρίτης.
Το ντοκιμαντέρ που μόλις κυκλοφόρησε στο Netflix αναφορικά με αυτή την ιστορία, θέτει πολύ εύστοχα το πλαίσιο της στον τίτλο του. «Υπόθεση Φίγκο: Η μεταγραφή που άλλαξε το ποδόσφαιρο» είναι ο πλήρης τίτλος του ντοκιμαντέρ και είναι πράγματι, έτσι: η μετάλλαξη της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας μέσα στον 21ο αιώνα, η αλλαγή των δεδομένων αναφορικά με το πως δομείται επιχειρηματικά το παιχνίδι αντλεί την καταγωγή της από εκείνη την μεταγραφή. Το ασύλληπτο μίσος που πυροδότησε στις κερκίδες του Καμπ Νου η επιλογή του Πορτογάλου να μεταφερθεί στο αντίπαλο στρατόπεδο είναι απλά το κερασάκι στην τούρτα αυτού του ξαφνικού μετασχηματισμού.
Το καλοκαίρι του 2000, η Ρεάλ Μαδρίτης μόλις είχε αναδειχθεί πρωταθλήτρια Ευρώπης για 8η φορά στην ιστορία της. Μέχρι και σήμερα που η Ρεάλ μετράει πλέον 14 πρωταθλήματα Ευρώπης, καμία άλλη ομάδα δεν έχει καταφέρει να φτάσει τις 8 κατακτήσεις. Όμως, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι οι αριθμοί καθιστούσαν από τότε την Ρεάλ την μεγαλύτερη ομάδα της Ευρώπης, ο νεοεκλεγείς τότε πρόεδρός της Φλορεντίνο Πέρεθ δεν ήταν ικανοποιημένος απλά με αυτό. Δεν ήθελε η Ρεάλ να είναι απλά η καλύτερη. Ήθελε να είναι ένας θρύλος, ένα μέγεθος ασύλληπτο να προσεγγιστεί.
Τα επόμενα χρόνια και για κάθε καλοκαίρι, η Ρεάλ έκανε και από μια μυθική και πανάκριβη μεταγραφή: το 2001 πήρε τον Ζιντάν, το 2002 τον Ρονάλντο, το 2003 τον Μπέκαμ, το 2004 τον Όουεν. Κάπως έτσι συγκροτήθηκαν οι «Γκαλάκτικος». Η απαρχή εκείνης της διαδικασίας ήταν η μεταγραφή του Λουίς Φίγκο για την απόκτηση του οποίου, η Ρεάλ πλήρωσε την ρήτρα 60 εκατομμυρίων ευρώ, ποσό που η Μπαρτσελόνα δεν πίστευε ποτέ πως θα δαπανήσει ομάδα για παίκτη, πόσο μάλλον η Ρεάλ΄από τη στιγμή που τα λεφτά αυτά θα κατέληγαν στην αιώνια εχθρό της. Ο Φίγκο έγινε η πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και ο πιο ακριβός ποδοσφαιριστής στην ιστορία του αθλήματος εκείνη τη στιγμή.
Εκτός από το αρχειακό υλικό της εποχής που μας δίνει μια εξαιρετική γεύση για το πόσα πολλά σήμαινε το όνομα του Φίγκο για τους οπαδούς της Μπαρτσελόνα αλλά και το πόσο δυσθεώρητο υπήρξε το μίσος για το πρόσωπό του μετά την μεταγραφή του στην Ρεάλ, το ντοκιμαντέρ του Netflix φιλοξενεί διηγήσεις των ανθρώπων που πήραν μέρος στη μεταγραφή (μάνατζερ, διοικητικών παραγόντων και φυσικά του ίδιου του Φίγκο) και αποκαλύπτει ιντριγκαδόρικες λεπτομέρειες για ένα μεταγραφικό σίριαλ που ολόκληρη η Ισπανία παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα το καλοκαίρι του 2000. Εφόσον βέβαια ξέρουμε πλέον την έκβασή του, η διήγηση δεν είναι αρκετή για να αγωνιούμε αλλά ως δημοσιογραφική έρευνα πρόκειται για σεμιναριακή δουλειά.
Κακά τα ψέματα ωστόσο, όσο ενδιαφέρουσες και αν είναι οι λεπτομέρειες εκείνης της ιστορικής μεταγραφής που μας αποκαλύπτει το ντοκιμαντέρ αυτό, το πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον εδράζεται στα λόγια του ίδιου του Λουίς Φίγκο. Τι νιώθει άραγε ο άνθρωπος που μέσα σε δυο μήνες μετατράπηκε από ίνδαλμα της Βαρκελώνης σε φιλοχρήματο προδότη; Ποια υπήρξε η ψυχολογία του εκείνες τις μέρες; Τι αισθάνεται πλέον για την μεταγραφή που καθόρισε την καριέρα του αλλά και τον ίδιο ως πρόσωπο;
Κάποιοι ίσως απογοητευτούν από τα όσα λέει ο Φίγκο και για την ακρίβεια, εκείνοι που θα περίμεναν μια οπτική από μεριάς του που να συμβαδίζει με την οπαδική ψυχολογία που αναπτύσσεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Η διαπίστωση ωστόσο που προκύπτει απο τα λεγόμενα του Φίγκο είναι εξίσου σημαντική για το πως αντιλαμβανόμαστε το ποδόσφαιρο. Μπροστά στην κάμερα, ο Φίγκο αποκαλύπτεται ως ένας ψυχρός επαγγελματίας, ως κάποιος που ως βασική κινητήριο δύναμη των αποφάσεων και των επιλογών του έχει τα αμύθητα χρήματα που ξεδιπλώνονται στα πόδια του. Και όσο και αν από μια άποψη αυτό φαντάζει λογικό, από μια άλλη οπτική τα λόγια του συνιστούν την πλήρη απομυθοποίηση των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στους σταρ μιας ομάδας και τους απλούς οπαδούς της.
Τι και αν τα παθιασμένα κοινά πανηγύρια του Φίγκο και των οπαδών της Μπαρτσελόνα τις εποχές που εκείνος μεγαλουργούσε με τη φανέλα της μοιάζουν η απόλυτη αντιστοιχία των άγριων αποδοκιμασιών του αγνού μίσους που εκφράστηκε όταν πλέον εκείνος γύρισε στην Βαρκελώνη ως αντίπαλος με τη φανέλα της Ρεάλ; Η οπτική γωνία του Φίγκο είναι ψυχρή και κυνική, είναι ένας σταρ που έβγαλε άπειρα λεφτά παίζοντας μπάλα και η δική του η λογική απέχει παρασάγγας από την κάθε οπαδική βάση.
Τελικά, αυτό είναι το μεγάλο και ουσιαστικό συμπέρασμα του «Υπόθεση Φίγκο: Η μεταγραφή που άλλαξε το ποδόσφαιρο»: όσες φορές και αν ένας ποδοσφαιριστής αυτού του επιπέδου και αυτών των μεγεθών τρέξει παθιασμένος προς μια κερκίδα, όσες φορές και αν σκύψει το κεφάλι μπροστά στα άγρια βρισίδια της, ποτέ μα ποτέ δεν θα νιώσει την ουσιαστική ένταση που νιώθουν για αυτόν εκείνοι που τον αποθεώνουν ή τον αποδοκιμάζουν. Διότι τα ατελείωτα ποτάμια χρημάτων που τους χωρίζουν, τους καθιστούν και διαφορετικούς κόσμους. Και ας ζουν και αναπνέουν μέσα στα ίδια γήπεδα.
Το λέει κάποια στιγμή στο ντοκιμαντέρ και ο μάνατζερ του Φίγκο: «Δεν έχει σημασία τίποτα άλλο. Μόνο τα λεφτά έχουν σημασία…».