Οι εικόνες που ξεπροβάλλουν καθημερινά από το καλοκαίρι του 2015 μέχρι και σήμερα, γύρω από τους πρόσφυγες, αποτελούν τα απομεινάρια του κόσμου μας. Απομεινάρια που θα φτάσουν στο μέλλον. Οι άνθρωποι που καταφτάνουν στις ακτές των ελληνικών νησιών έχουν το πρόσωπο της ψυχής μας. Πάνω στις χαρακιές τους μπορείς να αντικρύσεις κάτι από σένα. Μέσα στα μάτια τους νιώθεις ότι μπορείς να αντιστοιχήσεις στιγμές σου. Έτσι είναι. Γιατί αυτοί κι εσύ έχετε κάτι που σας συνδέει. Είστε άνθρωποι. Πονάτε το ίδιο, κλαίτε το ίδιο, γελάτε για τους ίδιους λόγους, τρομάζετε, τρέμετε, ξεχνάτε. Το νόημα πίσω από όλα αυτά είναι μια πολιτιστική παρακαταθήκη. Να θυμούνται στο μέλλον όλα αυτά τα συναισθήματα, βλέποντας ένα πρόσωπο πρόσφυγα. Τούτων δοθέντων, μια οποιαδήποτε καλλιτεχνική απόπειρα που περιστρέφεται στους πρόσφυγες, δεν απαιτεί τίποτα περισσότερο από ειλικρίνεια και απλότητα. Το 4.1 Miles είναι πολλά παραπάνω από αυτό.
Η Τέχνη δημιουργήθηκε στο σημείο που ο άνθρωπος ένιωθε την αδυναμία του να εκφράσει με καθημερινό λόγο αυτό που ήθελε. Υπό αυτή την έννοια οι φωτογραφίες και τα ρεπορτάζ που εκκινούν από τη Λέσβο, την Κω, τη Χίο και όποιο άλλο νησί κοντά στα παράλια της Τουρκίας, δεν χρειάζονται κανένα φτιασίδωμα για να χαραχτούν στον θεατή. Το ίδιο θα περίμενε κανείς και για ένα ντοκιμαντέρ. Όμως η Δάφνη Ματζιαράκη υπερέβη το σκάμμα αυτής της σκέψης.
Με το 4.1 Miles κατοχύρωσε ένα πλαίσιο εικόνων που από μόνες τους ίσως όδευαν προς το τετριμμένο. Η συνέχεια οδηγεί στη συνήθεια και η συνήθεια σκοτώνει την σωστή αντίληψη. Κι αυτό απέφυγε η Ματζιαράκη στο 21 λεπτών ντοκιμαντέρ της για τις περισυλλογές των προσφύγων από τις βάρκες στο Αιγαίο, προς τη μεριά της Τουρκίας.
4.1 μίλια είναι η απόσταση από τα παράλια της γείτονος χώρας μέχρι τη Λέσβο. 4.1 μίλια είναι και το μεγαλύτερο ταξίδι της ψυχής. Τους και σου. Η σύνθεση του υλικού είναι απερίγραπτα ανυψωτική όσον αφορά στη πρόσληψη του θεατή. Ναι, σε τέτοια ζητήματα δεν κοιτάς το καλλιτεχνικό κομμάτι και την παρέμβαση. Μόνο που εδώ το υλικό είναι αμπαλαρισμένο με μια ποιητική ορμή, με μια συνεκδοχικότητα που αναβαθμίζει την ουσία. Στην δίνει πιο έντονα, στην εγγράφει ανεξίτηλα.
Δύο άντρες του λιμενικού μιλούν στο τηλέφωνο και τρέχουν να μπουν στο πλοιάριο για να παραλάβουν ανθρώπους. Μια συνηθισμένη μέρα γι΄αυτούς. 28η Οκτωβρίου του 2015. Βροχερή μέρα, μουντή, αλλά με σαφή γνώση ότι υπάρχει ένας ουρανός να ονειρεύεσαι πάνω από τις ψιχάλες. Γι΄αυτούς που θα έβγαζαν από τα ειρηνικά ελληνικά νερά (όπως τα αποκαλούν), δεν υπήρχε καμία πεποίθηση πια ότι ο ουρανός βρίσκεται πάνω από τον κουρνιαχτό των βομβών. Καθώς επέπλεαν μέσα στο κύμα περισσότερο αισιόδοξοι ήταν για τη ζωή τους. Για την ζωή των παιδιών τους που βρέθηκαν στο μέσο μιας δίνης σε ηλικία που δε θα μπορούσαν να φταίνε.
Το ντοκιμαντέρ ανοίγει και κλείνει με ηρεμία. Στην αρχή είναι η ηρεμία αυτού που έσβησες την προηγούμενη μέρα, γιατί ήξερες ότι θα το ξαναζήσεις την επόμενη. Άρα δεν χρειάζεται να το σκέφτεσαι τόσο έντονα κάθε φορά. Η ηρεμία στο τέλος είναι της μιας ανάσας. Αυτή που προσπαθείς να πάρεις, καθώς συνειδητοποιείς ότι έπραξες για άλλη μια μέρα κάτι που το αποκαλείς αδύνατο. Κάτι που το τοποθετείς σε εκείνα τα πράγματα που δεν αντέχουν οι ώμοι σου. Κι όμως οι ώμοι σου αντέχουν.
Το 4.1 Miles είναι πλούσιο σε όλα τα μηνύματα που θέλει να περάσει η Ματζιαράκη και τα οποία λογικά θα ήθελε κάθε άνθρωπος να δείξει στους άλλους. Είναι ταυτόχρονα τόσο λίγο. Επιθυμείς στο τέλος να δεις κι άλλο. Αλλά το νόημα δεν είναι να παρατηρήσεις εικόνες. Στόχος είναι να εντυπωθεί σε κάθε έναν που βρίσκεται μακριά από τα νησιά, ότι πρόκειται για μια συνένωση ανθρώπων. Για ένα ύψιστο παράδειγμα του τι σημαίνει να στέκεσαι και να νιώθεις τον άγνωστο ως γνωστό σου.
Τη στιγμή που ένας από τους ναυτικούς τρώει σε μια ταβέρνα, ένας άλλος λέει δυνατά ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση. Δεν μπορούν να τα επωμιστούν όλα μόνοι τους. Εκείνος μένει σιωπηλός, ακούει, πιθανότατα συμφωνεί. Η κάμερα της Ματζιαράκη – που δεν φαίνεται να στιλιζάρει καμία αντίδραση για περαιτέρω δραματοποίηση – εστιάζει τόσο ώστε να δεις τις σκέψεις του ανθρώπου να σέρνονται.
«Δε γίνεται παρά να συνεχίσω να βγαίνω στα ανοιχτά για να σώσω όσους μπορώ». Κάπως έτσι φαντάζομαι το γράφημα του μυαλού του.
Η στιγμή που εκείνος φωνάζει στους συναδέλφους του να κατεβάσουν τα σχοινιά και το ξαλάφρωμα των προσφύγων με τα βρεγμένα από τον ουρανό δάκρυα είναι ένα είδος επιβράβευσης. Οι μικροί κυματισμοί από τη μηχανή του πλοίου, που ενώνονται με τις φωνές και τα δάκρυα ταράζουν τη θάλασσα. Το πλάνο ακολουθείται από ήρεμα και άδεια νερά.
Η εικόνα στο πλοίο συμβολίζει την υπέρμετρη ανάγκη των ανθρώπων που δεν γνωρίζουν πόσο θα αντέξουν να παίρνουν αυτό το βάρος πάνω τους, να βρουν το κουράγιο. Να πουν ότι για να αντέχουν κάθε επόμενη μέρα σημαίνει πως κάποιος τους εξόπλισε γι΄αυτό. Και συνεχίζουν…
* Εκτός από τη δημοσιογράφο Δάφνη Ματζιαράκη, credits πρέπει να αποδοθούν και σε άλλα δύο κύρια στελέχη του ντοκιμαντέρ. Η Κάθλιν Λίνγκο και ο Ορλάντο Μπάγκγουελ βοήθησαν σε επίπεδο παραγωγής, σκηνοθεσίας και μοντάζ.
Δες όλους τους συντελεστές στην ιστοσελίδα της με βάση το Σαν Φρανσίσκο Δάφνης.