Υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση που έχει προκύψει εδώ και δεκαετίες στις συζητήσεις περί κινηματογράφου. Μια παρεξήγηση που οφείλεται σε έναν μύθο: «Τα σίκουελ είναι πάντα χειρότερα από τις αρχικές ταινίες». Φυσικά, με μια γρήγορη σκέψη ο μύθος αυτός καταρρίπτεται: από το «Ο Νονός 2» και το «Aliens» μέχρι το «The Dark Knight» και το «H Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται», τα σίκουελ που κατάφεραν να κοιτάξουν στα μάτια ή και να ξεπεράσουν τους προκατόχους τους μόνο λίγα δεν είναι.
Εκεί που χάνεται οριστικά το παιχνίδι της έμπνευσης είναι όποτε τα σίκουελ είναι παραπάνω από ένα. Όταν φτάνουμε να βλέπουμε το τέταρτο ή το πέμπτο μέρος ενός franchise. Εκεί καταλήγεις να ξεχνάς τι ήταν αυτό που σου άρεσε εξ’ αρχής σε μια ιστορία. Και δυστυχώς, όσο και αν πιστεύαμε πως θα μπορούσαμε να αποφύγουμε αυτόν τον κανόνα σε ένα franchise που περιμέναμε πως και πως τη φετινή του κυκλοφορία, διαψευστήκαμε με επώδυνο τρόπο.
Μιλάμε για το «Halloween» που το 2019, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν «αναστήθηκε» ως franchise «σβήνοντας» αφηγηματικά κάθε σίκουελ μετά την πρώτη ταινία του 1978 και επεδίωξε να συνεχίσει από εκεί την ιστορία μέσω μιας νέας τριλογίας. Και οι δυο πρώτες ταινίες αυτής της τριλογίας οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι μας άφησαν κάτι παραπάνω από ικανοποιημένους. Με μεγάλη προσμονή λοιπόν περιμέναμε το κλείσιμο αυτής της προσπάθειας που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες στα σινεμά.
Δυστυχώς ωστόσο το «Halloween Ends» αποτελεί ένα τεραστίων διαστάσεων φιάσκο, μια ταινία που καταφέρνει να γκρεμίσει με εμφατικό τρόπο όλα αυτά που έχτισαν οι δυο προηγούμενες ταινίες με τον ίδιο τίτλο, μια ταινία ασύνδετη και αποπροσανατόλιστη, που δεν πασχίζει καν να μείνει πιστή στο χαλί που της έστρωσαν οι προκάτοχοί της. Αυτό το τελευταίο είναι ίσως και το πιο ασυγχώρητο από όλα.
Κι όμως, το «Halloween Ends» ξεκινάει με μεγάλο ενδιαφέρον: η πρώτη σεκάνς μας εισάγει σε μια πλοκή που μοιάζει ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα και με δεδομένο πως η συγκεκριμένη σειρά ταινιών κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να κάνει ορισμένες εύστοχες υπερβάσεις στο μύθο που υπηρετεί, γρήγορα ο θεατής θεωρεί πως εδώ πάμε να δούμε κάτι που έχει μπόλικο ζουμί. Σύντομα ωστόσο γίνεται κατανοητό ότι αυτό είναι μια πλάνη.
Η ταινία μοιάζει όχι απλά ανίκανη να χειριστεί την αφετηριακά καλή της ιδέα αλλά κάτι ακόμα χειρότερο: δεν έχει την τόλμη να την διαχειριστεί. Σου πετάει το τυράκι πως δεν θα δεις κάτι που περιμένεις αλλά δεν έχει το θάρρος να ρισκάρει αληθινά προς αυτή την κατεύθυνση με αποτέλεσμα να γίνεται κατανοητό πως θα ήταν χίλιες φορές προτιμότερο να ακολουθήσει μια κλισέ αλλά τουλάχιστον τίμια προσέγγιση: θα την απολαμβάναμε πολύ περισσότερο σε σχέση με αυτόν τον άτολμο αχταρμά και επρόκειτο για μια «βασική» προσπάθεια.
Σε όλη αυτή την τραγωδία έρχεται και η κεντρική φιλοσοφία της ταινίας να προδώσει επί της ουσίας την κεντρική φιλοσοφία της ακριβώς προηγούμενης ταινίας που αν μη τι άλλο υπήρξε αληθινά εμπνευσμένη (και ας είχε ορισμένα θεματάκια στην υλοποίησή της, δεν πειράζει). Διότι εκεί που το «Halloween Kills» επιχειρεί να δείξει πως το Κακό που σωματοποιείται στη φιγούρα του Μάικλ Μάγιερς έχει ως αληθινή του μήτρα την ψυχολογία του όχλου, εδώ ούτε λίγο ούτε πολύ μπαίνουμε σε μια διαδικασία αποθέωσης του όχλου, της μάζας και γενικότερα διαφόρων μεσαιωνικών αντιλήψεων περί δικαιοσύνης ως απάντηση στο Κακό.
Κρίμα που διάφοροι αντιληφθήκαμε ένα γενναίο «αντι-Τραμπ» σχόλιο στην ακριβώς προηγούμενη ταινία: έρχεται η επόμενη και το αναποδογυρίζει. Προσοχή: δεν το αγνοεί απλά επειδή «καλό είναι να μην μπλέκουμε τα πολιτικά», αυτό θα ήταν περίπου αναμενόμενο – για Χόλιγουντ μιλάμε. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που μοιάζει λες και στοχεύει να απευθυνθεί με φιλικό τόνο στους οπαδούς του Τραμπ. Ακόμα όμως και αυτό θα συγχωρούνταν αν δεν ήταν αποτέλεσμα κωλοτούμπας. Αλλά και μάπα ταινία και κωλοτούμπα μεγατόνων, πάει πολύ…