Maestro

Χριστόφορε τι έκανες στο Netflix;

Η τοξικότητα δίνει και παίρνει με κάθε αφορμή.

Το σκεφτόμαστε όλοι από την πρώτη στιγμή που είδαμε πως στο Netflix υπάρχουν και μη αγγλόφωνες παραγωγές. Και φυσικά, δεν μιλάμε για γαλλικές ή ισπανικές παραγωγές που μπορεί να πει κανείς πως είναι αρκετά mainstream για να απευθύνονται σε ένα παγκόσμιο κοινό. Στο Netflix είχαμε δει τσέχικες, λατινοαμερικάνικες, κροατικές, τούρκικες και εν γένει ένα σωρό παραγωγές από χώρες που δεν μπορεί να πει κανείς πως έχουν παράδοση στο να εξάγουν ταινίες και σειρές. Συνεπώς, ορθώς το αναρωτιόμασταν: θα δούμε ποτέ κάτι ελληνικό στο Netflix;

Αυτό που δεν έγινε με το «Έτερος Εγώ», σίριαλ που είχε αντικειμενικά μια διεθνή αύρα ανεξάρτητα από το αν άρεσε ή όχι, γίνεται τελικά με την νέα σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Και αυτό είναι ένα νέο θετικό αν μη τι άλλο αν αναλογιστεί κανείς πως το «Maestro» έρχεται να ανοίξει τον δρόμο και σε άλλες δημιουργίες από την Ελλάδα. Μπορεί κάποιοι να μην γουστάρουν τον Παπακαλιάτη αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως πρόκειται για μεγάλη επιτυχία.

Οι κακίες που πλημμύρισαν το διαδίκτυο μετά τη δημοσιοποίηση της συμφωνίας του Έλληνα δημιουργού με το Netflix ήταν μάλλον αναμενόμενες αλλά όπως και να έχει για μια ακόμα φορά έρχονται να αποδείξουν πως η τοξικότητα περρισεύει στις μέρες μας και να θυμίσουν πως δεν την έχουμε καθόλου ανάγκη. Διότι ακόμα και αν ο Παπακαλιάτης δεν είναι αρεστός σε αρκετό κόσμο δεν είναι και τόσο δύσκολο να διαχωριστεί το προσωπικό γούστο από μια εξέλιξη που όχι απλά δεν ενοχλεί κανέναν αλλά μπορεί να γίνει εκμεταλλεύσιμη και από άλλους δημιουργούς.

Είναι εξηγήσιμο το γιατί ο Παπακαλιάτης δεν αρέσει σε πάρα πολύ κόσμο. Αλλά αυτό θα μπορούσε να είναι το αντικείμενο ενός άλλου κειμένου. Να ένα βασικό πρόβλημα στις διαδικτυακές συζητήσεις που τροφοδοτεί την τοξικότητα: δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τη θεματολογία της συζήτησης. Έτσι, καταλήγουμε να κάνουμε σημαία την άποψή μας και το γούστο μας και σε κάθε θέμα, σχετικό ή άσχετο, τα εμπλέκουμε.

Όμως υπάρχουν και ορισμένα πράγματα τα οποία είναι αντικειμενικά ανεξάρτητα από την… αποψάρα μας. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο Παπακαλιάτης με την τελευταία ταινία του, που ήταν κατά το ήμισυ αγγλόφωνη και στην οποία έπαιζε ο Τζ. Κ. Σίμονς, απέκτησε ένα κάποιο όνομα στην διεθνή σκηνή είναι κάτι που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Και αυτό ανεξάρτητα από το αν κάποιος γούσταρε την ταινία ή του φάνηκε μέτρια ή την θεωρεί ό,τι χειρότερο έχει δει ποτέ. Άρα εκ των πραγμάτων, ο Παπακαλιάτης είχε ένα προβάδισμα όσον αφορά την προσπάθεια να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον του Netflix.

Αντίστοιχα αντικειμενικά δεδομένα υπάρχουν και για το «Maestro». Δεν χρειάζεται να έχει δει κανείς ούτε ένα επεισόδιο για να διαπιστώσει απλά και μόνο με μια ματιά πως έχουμε να κάνουμε με ένα καλογυρισμένο σίριαλ, με μια προσεγμένη και ακριβή παραγωγή και γενικότερα, με μια δημιουργία που έχει διεθνή αύρα. Με το παρελθόν του Παπακαλιάτη και με ένα σίριαλ με τέτοια αναμφισβήτητα αισθητικά προτερήματα, η αναγνώριση από το Netflix μόνο παράλογη δεν είναι.

Από εκεί και πέρα, όπως με κάθε τι που παίζει στο Netflix έτσι και με το «Maestro», μπορεί κανείς να αποφανθεί είτε πως του αρέσει και να το αποθεώσει είτε πως δεν του αρέσει και να το θάψει. Όπως και να έχει όμως τέτοια κακία για τον Παπακαλιάτη δεν είναι δικαιολογημένη. Γενικά, ποτέ η κακία δεν είναι δικαιολογημένη…