Κάποιος θα πει πως βιαζόμαστε. Και δίκιο θα έχει. Έτσι το επιτάσσει η λογική. Αλλά κάποιες φορές η λογική δεν επιβεβαιώνεται. Κάποιες φορές υπάρχει ένα συναίσθημα, μια διαίσθηση, που την καταργεί. Κι έτσι συμβαίνει με τη σειρά The Last of Us.
Δύο χρόνια τώρα, από τότε που ανακοινώθηκε η έναρξη της παραγωγής αυτού του πρότζεκτ από το HBO, αυτό που υπήρχε ως πρόταγμα, ήταν πως πρόκειται για την ακριβότερη σειρά που έχει υπάρξει.
Τώρα το πόσο ακριβότερη μπορεί να είναι από το House of the Dragon ή το Rings of Power, δεν το γνωρίζει κανείς ακριβώς, μιας και όταν μιλάμε για ποσά της τάξεως των 10 και 20 εκατομμυρίων ανά επεισόδιο, οι διαφορές είναι ασήμαντες.
Σε κάθε περίπτωση, το The Last of Us είναι η μόνη από τις τρεις αυτές σειρές που δικαιολόγησε στο απόλυτο το μπάτζετ που διαθέτει. Όχι ότι οι άλλες δύο δεν το έκαναν σε σημαντικό βαθμό.
Οκ, το Rings of Power χρειάστηκε 5 επεισόδια για να το δικαιολογήσει σε ένα 70% και έδειξε μια ανοδική πορεία, ενώ για το HoTD, αν το πάμε στη λογική των ποσοστών, θα λέγαμε πως το δικαιολογεί σε ένα 90% τουλάχιστον.
Στο The Last of Us όμως το βλέπεις στα πρώτα 20 λεπτά ότι αυτή η σειρά θα πρέπει να κάνει κάτι πολύ στραβό για να μην είναι στα 2-3 μεγάλα φαβορί για να ανακηρυχθεί κορυφαία του 2023 σε 11 μήνες.
Και τονίζουμε ξανά, δεν θεωρούμε ότι βιαζόμαστε. Άλλωστε, και πέρσι το ίδιο είχε γραφτεί για τη σειρά Severance και ήταν όντως στις κορυφαίες 2-3 καινούργιες της χρονιάς.
Το The Last of Us παίρνει κι ένα παραπάνω credit όμως, μιας και έφερνε και ένα μεγάλο βάρος. Βάρος που στο πρώτο επεισόδιο 80 λεπτών έδειξε πως το αντέχει και το σηκώνει σχετικά άνετα. Δεν είναι τυχαίο πως είχε τη δεύτερη μεγαλύτερη τηλεθέαση για το HBO εδώ και μια δεκαετία και πως έγινε η τρίτη σειρά με τόσο εντυπωσιακή πρεμιέρα στην εποχή του streaming.
Το βάρος λοιπόν, αφορά προφανώς στο videogame, αφού έχουμε δει κάμποσες φορές στο παρελθόν τέτοιες μεταφορές να μην αποδίδονται ιδιαιτέρως καλά και να σε κάνουν να σκέφτεσαι «καλύτερα να είχαν μείνει στο videogame».
Με το The Last of Us σκέφτεσαι «ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ».
Στο πρώτο επεισόδιο βλέπουμε να μην παρεκκλίνουν πολύ από το storyline του παιχνιδιού, με εξαίρεση το backstory για το πώς έχασε την κόρη του ο Τζόελ, μια προσθήκη που προσφέρει επιπλέον πράγματα στο συναίσθημα του θεατή και στην εξέλιξή του προϊόντος του επεισοδίου.
Ότι η κόρη δεν πεθαίνει από τον μύκητα που μετατρέπει τους ανθρώπους σε τέρατα, αλλά μες στον πανικό και τον τρόμο, ένας αστυνομικός πυροβολεί εναντίον του Τζόελ και της κόρης του, είναι ένα στοιχείο που κρατάει στο σενάριο, αφού ο Τζόελ φέρει για 20 χρόνια μετά το μίσος απέναντι στην εξουσία και λειτουργεί επαναστατικά και αντιδραστικά.
Αυτή η προσθήκη είναι και ένα τρανό παράδειγμα για την προσαρμογή στο μέσο που χρησιμοποιείς για να απευθύνεις μια αφήγηση με κάποιους αποδέκτες. Όση πιστότητα έχει το The Last of Us, τόσες υποσχέσεις αφήνει πως μπορεί να ελιχθεί ή και να αυτονομηθεί εκεί που χρειάζεται, για να έχει μια καλύτερη τηλεοπτική ροή η αφήγηση.
Στα μάτια μας, είναι επίσης άψογη η ανάθεση του πρωταγωνιστικού ρόλου στον Πέδρο Πασκάλ, που είναι ένας ηθοποιός-χαμαιλέων, που έχει στα χέρια του ταυτόχρονα αυτό το πρότζεκτ και το Mandalorian, άλλη μια πολύ επιτυχημένη σειρά, και προσαρμόζεται σε ό,τι του ζητηθεί.
Για την πιτσιρίκα του Game of Thrones θα χρειαστεί λίγος χρόνος παραπάνω για το πώς έχει εξελιχθεί ως ηθοποιός, έχοντας δώσει ένα πρώτο δείγμα που το γούσταρε τρελά το κοινό του GoT.
Περισσότερα πράγματα δε μπορούν να ειπωθούν ακόμα για τη σειρά, ήταν απλώς οι πρώτες εντυπώσεις. Θα μπορούσαν όλα αυτά να αντικατασταθούν από δύο νούμερα: 9.4 στο IMDB, 99% στο Rotten Tomatoes. End of discussion.