Creed 3

Creed 3: Ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν διαγράφει για πάντα τις μνήμες του Ρόκι Μπαλμπόα

Ένας τίτλος με πολλές ερμηνείες...Όλες τους κοντά στην πραγματικότητα

Το franchise του Creed ξεκίνησε την πορεία του το 2015, όταν κυκλοφόρησε η πρώτη ταινία και ο στόχος του Σιλβέστερ Σταλόνε ήταν να βρει ένα πρόσωπο που θα συνδεόταν καλύτερα με τη νέα γενιά και θα έδινε λόγο ύπαρξης στη συνέχεια της μυθολογίας.

Και ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν αποδείχτηκε ιδανικός. Και ήταν μέχρι και την δεύτερη ταινία, διάστημα στο οποίο υπήρχε ο Σταλόνε και μοιράζονταν την πίτα.

Στο Creed 3 ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν μας δείχνει δύο πράγματα: 1) πως υποκριτικά είτε δεν έχει κάτι που να χρειάζεται να το θαυμάσουμε είτε δεν του έχει βγει ακόμα και 2) πως ως σκηνοθέτης ίσως έχει περισσότερες προοπτικές.

Είναι πάντοτε δύσκολο για άτομα στη δική μου ηλικία, στα 30+ τους, που έχουν ανάμνηση κάπου στα 7-8 τους να βλέπουν στον ALPHA τα Rocky, να κρίνουν αντικειμενικά οτιδήποτε σχετίζεται με αυτό το franchise, γι΄αυτό πιθανότατα σε αυτό το κείμενο δεν θα γραφτεί όλη η αλήθεια μου, όλη αυτή η συγκρουσιακή κατάσταση ανάμεσα στον 8χρονο Στέργιο και τον 32χρονο.

Θα ξεκινήσω από τα θετικά του Creed 3.

Η σκηνοθεσία του Μάικλ Μπ. Τζόρνταν είναι άψογη. Είναι αυτό που δεν ήξερα ως θεατής ότι ήθελα. Τα πλάνα που κάνει στους πρωταγωνιστές κάθε σκηνής, η πιστότητα των σκηνών πυγμαχίας, η σύνδεση της ταχύτητας της εικόνας με τον ήχο, όλα αυξάνουν την εμπειρία. Είναι σαν μια εμβύθιση για τον θεατή.

Η μουσική είναι επίσης βοηθητική όσο δεν πάει για την ιστορία. Σε κάποια σημεία βέβαια κάπως την καπελώνει και στην αφήγηση η μουσική λειτουργεί πάντοτε επικουρικά. Μικρολεπτομέρειες. Το Creed 3 τα καταφέρνει πολύ καλά στην πλαίσιωση.

Πάμε και στα αρνητικά του.

Σεναριακά είναι γεμάτο από κλισέ, κάπου χάνει την αποτύπωση αυτής της σύγκρουσης των δύο κόσμων που χωρίζουν τον Άδωνη Κριντ και τον Ντέιμ Άντερσον. Ακόμα και το φινάλε είναι αναμενόμενο σε βαθμό που επισκιάζεται η ένταση της περίπου 20λεπτης σεκάνς μάχης που έχει προηγηθεί.

Τα διαλογικά σημεία είναι ισχνά. Κι είναι πολύ παράξενο που συμβαίνει αυτό τόσο πολύ όταν οι ηθοποιοί της ταινίας είναι αυτοί. Ειδικά ο Τζόναθαν Λι Μέιτζορς έχει κάνει μεγάλο step up τον τελευταίο χρόνο και έχει δείξει υποκριτικό ταλέντο περισσότερο από τον Τζόρνταν.

Με εξαίρεση κάποιες χαρακτηριστικές σκηνές με τις εκφράσεις του, τις οποίες η κάμερα φροντίζει να τονίσει, δεν έχει άλλο πρόσφορο έδαφος για να χτίσει τον χαρακτήρα του με στέρεο υπόβαθρο.

Η γενικότερη εικόνα είναι πως οι σκηνές μάχης είναι του υψίστου επιπέδου, η διαδρομή όμως μέχρι αυτές έχει πολλά κενά σημεία.

Ενδεχόμενα να έχει γίνει λάθος κατανομή του χρόνου ή ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν να αφοσιώθηκε τόσο στο δίπολο του Κριντ με τον Ντέιμ, που να αγνόησε κατά λάθος τα υπόλοιπα. Ο ρόλος της Τέσα Τόμπσον είναι λιγότερο κι από συμπληρωματικός. Οι σκηνές με την μητέρα του είχαν το δυνητικό βάθος για να δώσουν κάτι δυνατό, αλλά έμειναν ανεκμετάλλευτες.

Η συνολική εικόνα για το Creed 3 είναι πως έχει λιγότερες «πλήρεις» σκηνές, οι οποίες όμως είναι τόσο πλήρεις που καταφέρνουν να εξισορροπήσουν τα πράγματα σε σχέση με τις υπόλοιπες και κάπως να μπαλαντσάρουν την εμφανή διαφορά.

Η έλλειψη του Σταλόνε, του Ρόκι, είναι μεγάλη, κι ίσως είναι καλό να δοθεί ένα τέλος εδώ στο franchise – κάτι που δεν το βλέπω να συμβαίνει – και ο Τζόρνταν να εστιάσει στη σκηνοθεσία έχοντας να διαχειριστεί και μια πιο καλογραμμένη ιστορία.

Το παρελθόν πάντοτε θα σε κυνηγάει, αλλά το είδαμε να κυνηγάει τον Κριντ στις δύο προηγούμενες ταινίες. Πάντα τα τραύματα του παρελθόντος θα σε πηγαίνουν πίσω, θα σε οδηγούν σε αστοχίες. Είναι μέρος της διαδικασίας της ζωής.

Θα το αναλύσεις μια φορά, άντε μια δεύτερη, ε μετά θα πας παρακάτω. Θα δεις τι σου φέρνει το μέλλον, χωρίς να σχετίζεται απαραίτητα με τα ανομολόγητα που κουβαλάς.

Στο Creed 3 ακολουθούνται τα συνηθισμένα μονοπάτια. Ίσως κι ότι γνωρίζεις εξ αρχής πως θα εξελιχθεί, ότι δηλαδή πάντοτε θα εμφανίζεται ένας κακός που θα ηττάται και μετά την ήττα του θα εξαγνίζεται, να μην βοηθάει στην απόλαυση πια αυτών των ιστοριών.

Χώρια που εδώ δεν έχουμε καν την μετατροπή κάποιου σε κακό. Ο Ντέιμ είναι από το σενάριο ένας άνθρωπος που ζούσε για ένα όνειρο, έκανε φυλακή και ο Κριντ τον ξέχασε, ενώ έφερε ευθύνη. Και μετά από 18 χρόνια φυλακής, θέλει να σβήσει το μαύρο που έζησε και να διεκδικήσει ξανά το όνειρο. Απλώς τώρα πιο επιτακτικά γιατί δεν είναι παιδί.

Ούτε που προλαβαίνεις να τον θεωρήσεις εχθρό, όπως με τον Ιβάν Ντράγκο ή με τον Κόνλαν στο πρώτο Creed. Κι ακριβώς επειδή δεν υπάρχει καλός ή κακός, η ανατροπή θα ήταν να κερδίσει ο άλλος. Να μάθει ο Creed να χάνει.

Ίσως να χάθηκε μια ευκαιρία για τον Μάικλ Μπ. Τζόρνταν να δώσει το σκηνοθετικό του δείγμα με μια πιο εμφατική ιστορία.