To 2010 ήταν η χρονιά που η εγχώρια φιλμογραφία συνδέθηκε αναμφίβολα με τον «Κυνόδοντα». Η ταινία του Λάνθιμου έκανε πασίγνωστο τον σκηνοθέτη της -που τα επόμενα χρόνια θα γινόταν διεθνώς καταξιωμένος δημιουργός-, διακρίθηκε σε μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού και δημιούργησε ένα ολόκληρο ρεύμα: αυτό το greek weird cinema. Στο περιθώριο ωστόσο της αναμφίβολα πολύ σημαντικής ταινίας του Λάνθιμου βγήκε και μία άλλη ελληνική ταινία, που ήταν καταδικασμένη να περάσει σε δεύτερη μοίρα ωστόσο αποτελούσε ένα πραγματικό αριστούργημα, πλήρως υποτιμημένο ακόμα και σήμερα.
Ο «Μαχαιροβγάλτης» του Γιάννη Οικονομίδη υπήρξε η τελευταία ταινία της πρώτης περιόδου του. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το «Σπιρτόκουτο» του 2002 και το «Μικρό Ψάρι» του 2013 ήταν οι μεγάλες κομβικές στιγμές του: το μεν «Σπιρτόκουτο» τον εισήγαγε στο ελληνικό κοινό, το δε «Μικρό Ψάρι» τον μετουσίωσε σε βασικό «παίκτη» του εγχώριου σινεμά καθώς ήταν η πρώτη του πραγματικά μεγάλη παραγωγή, το εμπορικό «άλμα» που περίμενε για χρόνια. Συνεπώς, ο «Μαχαιροβγάλτης» δεν είναι απλά μια υποτιμημένη ταινία μόνο λόγω «Κυνόδοντα» αλλά και για τους «εσωτερικούς» λόγους που είχαν να κάνουν με την ατομική πορεία του Οικονομίδη.
Όμως, δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί πως πλέον, με την απόσταση τόσων χρόνων από την κυκλοφορία της, δεν είναι λίγοι οι πιστοί οπαδοί του σκηνοθέτη που την τοποθετούν στην πρώτη θέση των προτιμήσεών τους – και έχουν μάλλον δίκιο. Ο Οικονομίδης στον «Μαχαιροβγάλτη» υπήρξε για πρώτη φορά πλήρως κατασταλλαγμένος ως προς την δημιουργική του ματιά και ταυτόχρονα, «προσγειωμένος» στην underground υφή που τον χαρακτήρισε στις απαρχές του. Με άλλα λόγια, είναι μια ταινία που μέσα στο άτυπο «οικονομιδικό» σύμπαν είναι η πιο ισορροπημένη του, εκείνη που διακατέχεται από τον τέλειο συνδυασμό ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο.
O «Μαχαιροβγάλτης» αφηγείται την ιστορία του 30άρη Νίκου, ενός μοναχικού και λούμπεν τύπου που περνάει μίζερα και βαρετά τις μέρες του κάπου στην ελληνική επαρχία. Μόλις ο πατέρας του πεθαίνει, ο θείος του τον προσκαλεί στην δική του κωμόπολη, κάπου αλλού στην ελληνική επαρχία. Του δίνει έναν μισθό και στέγη με μοναδική υποχρέωση να φροντίζει τα δυο σκυλιά που βρίσκονται στην αυλή του. Ο Νίκος, άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες και όνειρα, θα εγκατασταθεί στο διαμέρισμα κάτω από τον ιδιότροπο θείο του. Ομως όταν η σχέση του Νίκου με τη γυναίκα του θείου του γίνει ερωτική, η έτσι κι αλλιώς φορτισμένη ισορροπία τους κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα.
Η λεκτική βία που υπήρξε πληθωριστική και αβάσταχτη στις δυο πρώτες ταινίες του Οικονομίδη («Σπιρτόκουτο», «Ψυχή στο στόμα») εδώ γίνεται πιο χαμηλόφωνη χωρίς ωστόσο ποτέ να φύγει εντελώς από το κάδρο. Η ασπόμαυρη φωτογραφία προσδίδει μια νουάρ εσάνς χωρίς ποτέ όμως ο ίδιος ο Οικονομίδης να διαβεί τα χωράφια του. Η νουαρίλα κυρίως χρησιμεύει στο να τονιστεί η απαλεψιά της καθημερινότητας σε μια συντηρητική επαρχία, μια λαογραφική αποστασιοποίηση που μοιάζει να ξεπηδάει μέσα από τον «Ελαφοκυνηγό» (τα αχανή τοπία των βιομηχανικών περιοχών παραπέμπουν ευθέως στην ταινία του Τσιμίνο) υπερτονίζει την ψυχική καταπίεση και τον εγκλωβισμό των χαρακτήρων, η ένταση είναι πανταχού παρούσα αλλά δεν γιγαντώνεται ποτέ με την αδιαλλαξία των προηγούμενων οικονομικών δημιουργών και έτσι, σιγοκαίει από το πρώτο λεπτό ενώ μάταια ο θεατής περιμένει το λυτρωτικό της ξέσπασμα.
Ο Στάθης Σταμουλακάτος, ο Βαγγέλης Μουρίκης και η Μαρία Καλλιμάνη συγκροτούν ένα ερωτικό τρίγωνο που δεν εμπεριέχει τίποτα ελκυστικό ή ζηλευτό, με τις γεμάτες εσωτερική ένταση ερμηνείες τους προσωποποιούν την λούμπεν μικροαστίλα που αποτελεί αγαπημένο θεματικό καμβά του σκηνοθέτη και αποτυπώνουν χαρακτήρες στριμωγμένους σε πνιγηρά σπιρτόκουτα, έτοιμους να αρπάξουν φωτιά και να καούν από την κεφάλι μέχρι το τελευταίο άκρο τους αρκεί να βγουν από αυτά. Το κινηματογραφικό ψηφιδωτό του Οικονομίδη για μια κοινωνική πτυχή της Ελλάδας που ξεδιπλώνεται σε κάθε γωνιά της αλλά σπανίως μοιάζει πιασάρικη για το σινεμά, δεν αποτελείται από κανένα πιο σημαντικό «κομμάτι» από τον «Μαχαιροβγάλτη».
Η «ελληνικότητα» του Οικονομίδη είναι η ευλογία και η κατάρα του. Το σινεμά αυτό τσακίζει κόκκαλα αλλά είναι εσωτερικό, δεν μπορεί να μιλήσει σε παγκόσμια κοινά, χρειάζεται τους κατοίκους αυτού του τόπου για να εκτιμηθεί. Άδικο μεν αλλά ακριβώς αυτό το στοιχείο του είναι που το κάνει σημαντικό.
Έχετε μέχρι τέλος Αυγούστου να δείτε τον αριστουργηματικό «Μαχαιροβγάλτη» στο Ertflix, κατεβαίνει στις 29 Αυγούστου. Εφοδιαστείτε με γερό στομάχι και πατήστε το play όσο προλαβαίνετε.