Είναι το μόνιμο «παράπονο» των απανταχού χρηστών. Μία, ελαφρώς κακόφωνη, μουρμούρα, η οποία επιτείνεται όσο περνούν τα χρόνια. Μια αέναη παρελθοντολαγνεία, με μόνιμη επωδό το «Δεν τις κάνουν πια όπως παλιά».
Παρά το γεγονός πως μετά τον… ορυμαγδό με τις πλατφόρμες streaming περιεχομένου έχει ανέβει, «μοιρολατρικά», κατακόρυφα η παραγωγή σειρών ανά τον κόσμο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται πως το επίπεδο έχει πέσει δραματικά και ότι κυκλοφορεί πλέον μόνο σαβούρα.
Η πραγματικότητα, φυσικά, απέχει πόρρω: πραγματικά καλές σειρές υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, ωστόσο είναι κάτι παραπάνω από λογικό πως όταν έχουν πολλαπλασιαστεί οι επιλογές και αντί για 10 (φερ’ ειπείν, μην το δέσετε και κόμπο) σήριαλ ετησίως κυκλοφορούν 600, τότε τα διαμαντάκια λίγο… χάνονται.
Προς τι η ανωτέρω μακροσκελής εισαγωγή; «Καλό μου παιδί».
Όχι, δεν σας αποκαλούμε καλά μας παιδιά λες και είστε κάνας νεαρός Θανάσης Βέγγος- στο mini series του Netflix αναφερόμαστε.
Το (γερμανόφωνο) “Dear Child” φιγουράρει τις τελευταίες αρκετές ημέρες σταθερά στο Νο1 του top ten του Netflix στις σειρές και, κατά την ταπεινή μας γνώμη, δικαίως: «πατώντας» πάνω στο υπέροχο ομώνυμο βιβλίο της Ρόμι Χάουσμαν (που κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) και μένοντας σχετικά πιστό στις σελίδες του, μέσα σε 6 επεισόδια παραδίδει ένα- σχεδόν- κομψοτέχνημα που σίγουρα δε θα σου αλλάξει την ζωή, όμως είναι πολύ, πολύ παραπάνω από τα σήριαλ του… σωρού.
Για τους μη γνωρίζοντες, το στόρι είναι το εξής: ένα αυτοκίνητο χτυπάει μία γυναίκα και εκείνη καταλήγει βαριά τραυματισμένη στο νοσοκομείο, συνοδευόμενη από ένα 12χρονο κορίτσι που ισχυρίζεται πως η τραυματίας είναι η μητέρα της.
Μέσα από μια «φιδωτή» αφήγηση και αναπαράσταση των γεγονότων αποκαλύπτεται ότι κάποιος τις είχε κλεισμένες σε ένα «περίεργο» σπίτι, παρέα με ένα 8χρονο αγόρι, τον αδερφό της μικρής. Είναι πασιφανές πως οι απόψεις του κοριτσιού και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται την ζωή εν γένει είναι τουλάχιστον… διαφορετικές, κάτι που κάνει την αστυνομία ν’ απορεί- και συνάμα να φοβάται- για το τι ακριβώς συνέβαινε σ’ εκείνο το οίκημα.
Γρήγορα, από το 2ο επεισόδιο και μετά, ξεκινά η αναζήτηση του αγοριού ενώ παράλληλα ψυχολόγοι και ντετέκτιβ προσπαθούν να βρουν τι κρύβεται πίσω από αυτήν την διεστραμμένη, κατά πώς φαίνεται, ιστορία.
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο από την στιγμή που εμφανίζεται στο προσκήνιο ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, που ψάχνουν την, εδώ και 13 χρόνια, εξαφανισμένη κόρη τους. Όταν όμως μεταβαίνουν στο νοσοκομείο που νοσηλεύεται η μητέρα των δύο παιδιών, τότε τους περιμένει μια σειρά από εκπλήξεις…
Το «Καλό μου παιδί» έχει το πλεονέκτημα πως το πρωτογενές υλικό του- το βιβλίο της Χάουσμαν- αποτελεί υπόδειγμα σύγχρονου (και καλογραμμένου…) θρίλερ. Πέραν τούτου, η επιλογή του να γυριστούν μόλις 6 επεισόδια, αν και θα μπορούσαν πολύ εύκολα να είναι πάνω από 8, λειτουργεί στο έπακρο, μιας και δεν υπάρχει η συνήθης «κοιλιά» πολλών σειρών ούτε άσκοποι/περιττοί διάλογοι απλά για να γεμίσουμε χρόνο.
Φυσικά, εκείνο που το απογειώνει είναι η πλοκή του αυτή καθαυτή. Παρά το γεγονός πως στην αρχή (και με την προϋπόθεση, φυσικά, πως δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο για να ξέρετε τι γίνεται- αν και υπάρχουν αρκετές αλλαγές κατά τη μεταφορά του στην οθόνη) θα νομίζετε ότι σχηματίσατε μια ξεκάθαρη εικόνα για το τι συμβαίνει, απλά θα… νομίζετε.
Η κατάσταση είναι πολύ πιο δαιδαλώδης απ’ ό,τι πιστεύει ο θεατής και το plot twist του φινάλε θα σας αναγκάσει να προβείτε σε νοητές υποκλίσεις σε συγγραφέα και σεναριογράφους.
Ναι, το ξαναλέμε: το “Dear Child” δεν είναι σε καμία περίπτωση η σειρά εκείνη που θα τη θυμάσαι στον τηλεοπτικό αιώνα τον άπαντα, όπως το Wire ή το Sopranos. Και δε θέλει να είναι, εδώ που τα λέμε, μιας και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μιλάμε για μίνι σειρά.
Τι είναι; Ένα τιμιότατο 7 στα 10 για τους λάτρεις του IMDB. Που μεταξύ μας, δεν είναι λίγο.
Δεν είναι καθόλου λίγο…