Αρκετοί Έλληνες ηθοποιοί θα ήταν διάσημοι παγκοσμίως αν είχαν γεννηθεί και δράσει στις πιο προηγμένες κινηματογραφικά χώρες. Βασίλης Λογοθετίδης, Ντίνος Ηλιόπουλος, Κώστας Χατζηχρήστος, Ορέστης Μακρής, Βασίλης Αυλωνίτης είναι μόνο μερικοί από αυτούς. Φυσικά από τη λίστα δεν θα μπορούσε να λείπει και ο κορυφαίος ίσως των μεταγενέστερων, Θανάσης Βέγγος.
Ο «μια κατηγορία μόνος του» αγαπημένος κωμικός στην πραγματικότητα δεν ήταν μόνο κωμικός. Από το «Made in Greece» του 1987 κι έπειτα οι οχτώ επόμενες και τελευταίες ταινίες του είναι είτε κοινωνικές είτε δραματικές, με πρώτη τις «Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου» (1991) και τελευταία «Το πέταγμα του Κύκνου» (2010), ένα χρόνο πριν πεθάνει. Μεταξύ αυτών, το βλέμμα του Οδυσσέα (1995) του Θόδωρου Αγγελόπουλου και το Ψυχή Βαθιά (2009), του Παντελή Βούλγαρη.
Ο σπουδαίος ηθοποιός δίνει και σε αυτούς τους ρόλους υποκριτικά ρεσιτάλ, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, που τον καθιέρωσε στις συνειδήσεις του κοινού ως έναν εντελώς ξεχωριστό καλλιτέχνη. Όπως είχε ο ίδιος δηλώσει σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, στο περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος», αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος αντανακλούσε στο φιζίκ και τις εκφράσεις του προσώπου του – σε αυτές τις δραματικές ταινίες ενίοτε δεν χρειαζόταν καν να μιλήσει για να γίνει επιδραστικός. Ταυτίστηκε με το αδειανό βλέμμα του απλού ανθρώπου, κατά κάποιο τρόπο το συμβόλισε με τη φυσικότητα και την αγνότητά του. Ή καλύτερα με τη φυσική αγνότητά του… «Δουλεύω με το ένστικτο, δεν έχω κανένα ταλέντο, κανένα ταλέντο. Μόνο αυτή τη φάτσα, που, κοίταξέ την καλά και διάβασε. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα…».
Και ήταν αυτές, οι «Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου» το φιλμ στο οποίο ο Βέγγος εντυπωσίασε ακόμα και έναν εκ των κορυφαίων σκηνοθετών του Χόλιγουντ. Πρόκειται για σπονδυλωτή ταινία σε σκηνοθεσία και σενάριο Παντελή Βούλγαρη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι, που συμμετείχε στο διαγωνιστικό μέρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σικάγου (σκηνοθεσίας). Η ταινία διαδραματίζεται στην άδεια και ζεστή Αθήνα τον μήνα Αύγουστο, εξιστορώντας 3 διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες δεν συνδέονται. Στην τρίτη ιστορία πρωταγωνιστούν ο Θανάσης Βέγγος και η Χρυσούλα Διαβάτη, σε ρόλους δύο αγνώστων που συναντιούνται στο τρένο και δένονται σαν αδελφές ψυχές.
Ο πολύς Μάρτιν Σκορσέζε είχε δει την ταινία στο φεστιβάλ του Σικάγο και όταν συνάντησε τον Παντέλη Βούλγαρη του είχε μείνει αξέχαστη η πρωταγωνιστική φιγούρα της τρίτης ιστορίας. «Τι ωραία επιλογή που πήρες αυτόν τον άνθρωπο», είπε για τον Βέγγο στον Βούλγαρη, γοητευμένος και αυτός από την τραγικότητα του αείμνηστου Έλληνα ηθοποιού, που σε μία ακόμη ταινία είχε δείξει ότι όποιο είδος και αν ακολουθούσε, θα έγραφε ιστορία.
Υπερθεματίζοντας ο Βούλγαρης, είχε προσθέσει ότι στη συγκεκριμένη ταινία προσπάθησε και κατάφερε να βγάλει τον Βέγγο από τις ερμηνευτικές νόρμες του, γεγονός που προσέδιδε ακόμα μεγαλύτερη αξία στο τελικό αποτέλεσμα. «Τον βασάνισα λίγο τον Βέγγο στο γύρισμα… Είχε κάποια στοιχεία που επαναλάμβανε, όπως την κίνηση του κεφαλιού. Εγώ του τα έκοβα. Κι εκείνος μονολογούσε: “Κόβεις όλα τα βέγγικα, Παντελή! Θα την πληρώωωσειεις…!”».