Πολλές φορές στο παρελθόν έχουμε αναρωτηθεί για καλές ταινίες πως γίνεται να βαθμολογούνται τόσο…σκληρά και να πατώνουν σχεδόν στις πλατφόρμες. Το The Killer του Ντέιβιντ Φίντσερ που καπάρωσε το Νο1 του Netflix είναι το ακριβώς αντίθετο.
Ενώ δηλαδή το όνομα του Φίντσερ στη σκηνοθεσία και το ότι πρωταγωνιστεί ο Φασμπέντερ ανταποκρίνονται στο 7 που έχει στο IMDB και στο 85% στο Rotten Tomatoes, η ταινία δεν επιβεβαιώνει σχεδόν καθόλου αυτούς τους αριθμούς.
Για αρκετούς το ότι μοιάζει να μην έχει πλοκή, να μην έχει σενάριο με αρχή, μέση και τέλος, δεν είναι λόγος για να μην τους αρέσει το The Killer. Μπορεί να συμβεί κι αυτό σε ταινίες. Αυτή όμως δεν είναι από τις περιπτώσεις που στέκονται χωρίς αυτό το στοιχείο.
Είναι δε τόσο κακό το The Killer, που κλονίστηκε η όποια εκτίμηση είχαμε στον Μάικλ Φασμπέντερ. Όχι ότι ήταν και στα ουράνια, αλλά εν πάση περιπτώσει κακό ηθοποιό δεν θα τον λέγαμε. Ε, μετά από αυτό που είδαμε, οριακά είναι ενοχλητικός και δεν θέλουμε ούτε να τον βλέπουμε.
Κατ’ αρχάς, κάνει μπαμ στο πρώτο μισάωρο πόσο κακοστημένο είναι όλο το πράγμα και προδίδεται από το ότι ο Φασμπέντερ είναι ένας δολοφόνος πολύ σιωπηλός που υποτίθεται ότι δεν μιλάει καθόλου γιατί θέλει να αφήσει τα θύματα του να χάσουν την ψυχραιμία τους καθώς τους σημαδεύει σιωπηλός με ένα πιστόλη, αλλά τελικά είναι κουραστικό αυτό το μοτίβο.
Δεν έχει την όψη ο Φασμπέντερ να αποτυπώσει έναν τόσο επιβλητικό δολοφόνο σε βαθμό που να τα χάνει τόσο το όψιμο θύμα του καθώς τον βλέπει να κοιτάζει χωρίς να βγάζει πάνω από 2-3 λέξεις. Κι οι αντιδράσεις δηλαδή των θυμάτων, με εξαίρεση την φανταστική Τίλντα Σουίντον που ώρες ώρες απλά υπάρχει και είναι ανώτερη όλων, είναι αδικαιολόγητες και μη αληθοφανείς.
Ναι, δεν χρειάζονται πάντα τα προφανή, αλλά εδώ χρειάζεται το προφανές: όχι να μιλάνε αγχωμένοι και σε χαμηλή ένταση, αλλά να φωνάξουν, να του πουν ένα «τι σκ@τ@ θες επιτέλους; μίλααααα». Δεν το βλέπουμε.
Ο Φασμπέντερ είναι ο The Killer, ένας πληρωμένος δολοφόνος δηλαδή που έχει ένα συγκεκριμένο μότο: Προλάμβανε, μην αυτοσχεδιάζεις, μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Κι έχει κι ένα modus operandi, να περιμένει να πέσουν οι παλμοί του στους 60 για να ρίξει τη σφαίρα στο θύμα. Μόνο που σε μια αποστολή υπάρχει μια απρόβλεπτη εξέλιξη.
Την ώρα που έχει καθαρό πλάνο του θύματος και πατάει τη σκανδάλη, μια συνοδός πολυτελείας που ήταν στο δωμάτιο, βρίσκεται μπροστά στη διαδρομή της σφαίρας και πεθαίνει αυτή. Και το «παράθυρο» ευκαιρίας για τη δολοφονία χάνεται.
Ο εντολέας ζητά να σκοτώσουν τον δολοφόνο, αλλά, όπως λέει στο τέλος της ταινίας, το έκανε απλώς γιατί έτσι πίστευε ότι έπρεπε να συμβεί, έτσι του είπαν πως θα στείλει μήνυμα, αλλά δεν είχε καμία τέτοια διάθεση.
Αυτό είναι το στόρι της ταινίας από αυτό το σημείο και μετά. Ο Φασμπέντερ να ακολουθεί τα ίχνη των ανθρώπων με τους οποίους συνεργαζόταν πριν την αποτυχία, και να τους ξεπαστρεύει έναν προς έναν για να μην εκτελέσουν την εντολή να τον σκοτώσουν. Ώσπου φτάνει στον πελάτη και του λέει ότι «ήρθα μόνο και μόνο για να ξέρεις πόσο εύκολα μπορώ να φτάσω σε σένα».
Τα συζητούν, τα βρίσκουν μεταξύ τους, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ, ο The Killer φεύγει και παρατάει τη ζωή του δολοφόνου γιατί εν τέλει είχα πια κουραστεί και γι’ αυτό αστόχησε, και πίνει μοχίτο στη Δομινικανή Δημοκρατία με την κοπέλα του.
Από όσα διαβάζουμε, θα υπάρχει και sequel, αλλά, ειλικρινά, αν ήταν να δούμε όλο αυτό το ανερμάτιστο για να δικαιολογηθεί ένα sequel, μάλλον να το κλείσουμε το μαγαζάκι κύριε Φίντσερ μας που δε βγάζεις 3η σεζόν Mindhunter για να κάνεις τέτοιες μπούρδες.
Κι εσείς κ. Φασμπέντερ, πάρτε το λίγο αλλιώς γιατί σχεδόν «καήκατε» με αυτή την εκνευριστική ερμηνεία και με την βλοσυρότητα που δε σας πάει καθόλου γιατί δεν είναι στοιχείο που το υποδύεστε με άνεση.