Το 1964 δεν είχε το όνομα (για την ακρίβεια το παρατσούκλι), είχε όμως τη… χάρη. Κι ας ήταν μόλις 24 ετών. Ήταν η χρονιά που ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης, προτού μετατραπεί σε Χάρρυ Κλυνν, φανέρωσε ένα πολύ μικρό δείγμα του ταλέντου του.
Μέλος ποντιακής οικογένειας προσφύγων, γεννηθείς λίγους μήνες πριν η Ελλάδα μπει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Φτώχεια, πείνα, στερήσεις… Εικόνες και καταστάσεις γνώριμες για τα περισσότερα παιδιά εκείνης της εποχής.
Ο Βασιλάκης χρειάστηκε να εργαστεί για το μεροκάματο σε πολύ μικρή ηλικία, χωρίς να απαρνείται το σχολείο. Δεν παραπονιόταν. Ήταν ένα φρόνιμο αγοράκι που δεν γκρίνιαζε για τα δεινά.
Το σπίτι του στην Καλαμαριά ήταν χτισμένο με τούβλα, τα οποία είχαν παρασκευαστεί από θαλασσινό νερό. Όταν αυτά έλιωσαν λόγω της αλμύρας, η οικογένεια υποχρεώθηκε να επιβιώσει σε σκηνή για σεβαστό χρονικό διάστημα. Ούτε λόγος για ηλεκτρικό και ύδρευση για οικιακή χρήση. Μια βρύση εξυπηρετούσε ολόκληρη τη γειτονιά.
«Καθετί το κατακτήσαμε με κόπο και με αίμα, αξιοπρέπεια και ήθος. Είχαμε περηφάνια στη φτώχεια. Είχαμε μάθει να αγωνιζόμαστε». Δικά του λόγια. Από καρδιάς και με απόλυτη ειλικρίνεια.
Εκτός από «τσαμούρι», ήταν και ανήσυχο πνεύμα. Αυτό ήταν το παρατσούκλι των κατοίκων της Καλαμαριάς, δηλαδή κατά βάση των Ποντίων προσφύγων. Παραπέμπει σε «λάσπη», επειδή όταν έριχνε γερή βροχή, ο συνοικισμός μετατρεπόταν σε βάλτο.
Ο Βασιλάκης ξεκόλλησε κυριολεκτικά και μεταφορικά από τον βούρκο. Εν αγνοία του, ο σπόρος έπεσε στα διαλείμματα και τις σχολικές εκδρομές. Ψυχαγωγούσε τους συμμαθητές του με αυτοσχέδια σκετσάκια. Συνήθιζε να μιμείται τις φωνές των δασκάλων, σκορπίζοντας άφθονο γέλιο σε εποχές πολύ δύσκολες.
Το μεγάλο βήμα έγινε μέσω του πρώτου πραγματικού ραδιοφωνικού σταρ της χώρας. Ο Γιώργος Οικονομίδης τον «ανακάλυψε» χάρη στην εκπομπή «Νέα ταλέντα» και του πρότεινε να τον ακολουθήσει στην Αθήνα. Ο λαμπρός αυτός κονφερασιέ είχε διακρίνει το ταλέντο του, εξ ου και η επιθυμία του να τον κατευθύνει στα πρώτα δύσκολα χρόνια.
Ο Τριανταφυλλίδης φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη. Παράλληλα εμφανιζόταν σε κοσμικά κέντρα, ενώ αργότερα έβγαζε χαρτζιλίκι σε ταβέρνες, αναψυκτήρια και καμπαρέ. Όλα αυτά μέχρι το 1964, τη χρονιά που αποδείχθηκε η πλέον καταλυτική της ζωής και της καριέρας του.
Τότε ήταν που πρωταγωνίστησε στις ταινίες «Τα 201 καναρίνια» και «Γάμος αλά ελληνικά», στις οποίες έκλεψε την παράσταση με τη διακωμώδηση του τραγουδιού “Jodel-Jockel” της Άλις Μπαμπς.
Η Χίλντουρ Άλις Νίλσον, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στη Σουηδία στις 26 Ιανουαρίου 1924. Εκπροσώπησε τη χώρα στην πρώτη της συμμετοχή στη Eurovision εν έτει 1958. Συμμετείχε σε αρκετές εγχώριες ταινίες, ενώ σε διεθνές επίπεδο έγινε γνωστή ως ερμηνεύτρια της τζαζ και της σλάγκερ.
Το τραγούδι ήταν γραμμένο στα γερμανικά και αναφερόταν στον Jockel (μτφρ. Ιωακείμ), έναν άνδρα που κάθε πρωί ξυπνούσε τις κοπέλες με το jodeln του (μτφρ. λαρυγγισμός).
Λαρυγγισμός είναι το τραγούδι χωρίς κείμενο σε φωνητικές συλλαβές. Αναπτύχθηκε κατά βάση σε αλπικές περιοχές, ενώ κοινά χαρακτηριστικά αποτελούν τα μεγάλα μουσικά διαστήματα και η ευρεία τονικότητα. Φανταστείτε την κραυγή του Ταρζάν…
Το “Jodel-Jockel” κυκλοφόρησε το 1956 από την Polydor και την υπέροχη φωνή της Άλις Μπαμπς «έντυνε» μουσικά η ορχήστρα RIAS-Tanzorchester του Βερολίνου, η οποία είχε ιδρυθεί από τον Γερμανό συνθέτη/μαέστρο Βέρνερ Μίλερ τον Νοέμβριο του 1948 και αποτελούνταν από 33 μουσικούς.
Παρεμπιπτόντως, σε αυτό το video μπορείτε να απολαύσετε τον μετέπειτα Χάρρυ Κλυνν σε δύο ταχύτητες:
Την ίδια χρονιά που έκλεβε την παράσταση υπό τους -γρήγορους- ήχους του “Jodel-Jockel”, ο Πόντιος με την εκπληκτική αντίληψη πήρε την απόφαση να ταξιδέψει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και, εν τέλει, να παραμείνει σε ΗΠΑ-Καναδά για μια δεκαετία.
Στη Βόρεια Αμερική διδάχθηκε πολλά. Τα έφερε στην Ελλάδα, με highlight φυσικά το stand-up comedy. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 κυκλοφόρησε ο πρώτος του δίσκος. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.