Ένα από τα πιο γνωστά μιούζικαλ στη σινέ – πορεία της χώρας μας με την υπογραφή του Γιάννη Δαλιανίδη. Η ταινία που έκανε σταρ τη Ρένα Βλαχοπούλου, που μας σύστησε την Έλενα Ναθαναήλ (σε ηλικία μόλις 16 ετών) και ακούσαμε πρώτη φορά το «Φσσστ Μπόινγκ» του Κώστα Βουτσά.
Το Κάτι να καίει, το 1964, αποτέλεσε κάτι ξεχωριστό στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Είναι από πολλές απόψεις, είναι και για έναν ακόμη πολύ σημαντικό λόγο. Πρόκειται για την πρώτη έγχρωμη ταινία στα μέρη μας που γυρίστηκε με σινεμασκόπ (CinemaScope) – είχε προηγηθεί, 4 χρόνια νωρίτερα, το Μεγάλο Κόλπο μόνο που ήταν ασπρόμαυρο.
Μπορεί να τον έχεις ακούσει ως όρο, αλλά ξέρεις άραγε τι σημαίνει το σινεμασκόπ; Κατά βάση είναι η προβολή σε ευρεία εικόνα. Με περισσότερες τεχνικές λεπτομέρειες έχει να κάνει με το εξής: Τη χρήση αναμορφικών φακών που επέτρεπαν την προβολή φιλμ με αναλογία 2.66:1, διπλάσια από το συμβατικό φορμά 1.33:1. Πήγε σταδιακά και πιο κάτω, φτάνοντας πρακτικά για ύψος οθόνης 1μ. σε πλάτος που αντιστοιχούσε στα 2,39μ.
Υπήρξε μια κινηματογραφική καινοτομία που ασκούσε μεγάλη γοητεία και στους θεατές, αλλά και στους ανθρώπους που δούλευαν πίσω από τις κάμερες – διπλό το καλό δηλαδή. Ένα πολύ μακρόστενο κάδρο για να γεμίζει το οπτικό πεδίο. Ήταν φτιαγμένο για να στείλει τον κόσμο στις αίθουσες, να τον αναγκάσει να αφήσει την τηλεόρασή του. Δίνοντας την αίσθηση στο θεατή πως «βουτάει στην οθόνη».
Για το λόγο αυτό θεωρείται πιο κινηματογραφικό, ειδικά στα κοντινά πλάκα, καθώς δίνει βάθος και βάζει στο κάδρο και τον περιβάλλοντα χώρο. Μια ζωγραφική ποιότητα. ΟΚ υπάρχουν και ατέλειες, όπως η καμπύλωση του πεδίου, αλλά αυτά μάλλον προσθέτουν παρά αφαιρούν ως προσλαμβάνουσα στους σημερινούς μελετητές. Κίνητρο δημιουργικότητας.
Στα κινηματογραφικά δρώμενα χρησιμοποιήθηκε από το 1953 ως το 1967, δηλαδή άργησε σχετικά να έρθει στην Ελλάδα. Ήταν γαρ πολύ δαπανηρό. Άλλες πολύ γνωστές ταινίες με σινεμασκόπ είναι Η Σωφερίνα, Η Χαρτοπαίχτρα, το Κορίτσια για Φίλημα, το Υπάρχει και Φιλότιμο, το Ραντεβού στον Αέρα και ο Ξυπόλητος Πρίγκηψ.
Γρήγορα πάντως οι τεχνολογικές εξελίξεις το κατέστησαν ξεπερασμένο. Η χώρα μας είχε προοδεύσει κινηματογραφικά, είχε πια να επιδείξει μεγάλη παραγωγή και επαγγελματίες υψηλού επιπέδου. Σε σχέση με τα 50s ήταν λες και είχε περάσει ένας ολόκληρος αιώνας.
Να ίσως μια από τις αιτίες που το Κάτι να καίει ήταν μια ταινία που χτυπούσε ωραία στο μάτι του θεατή. Απέπνεε φρεσκάδα. Το all star cast (έπαιζαν και Ντίνος Ηλιόπουλος, Μάρθα Καραγιάννη, Χλόη Λιάσκου, Αλέκος Τζανετάκος και Χρήστος Νέγκας μεταξύ άλλων) σίγουρα ήταν κομβικό, αλλά ήταν και το διαφορετικό που έκανε τη διαφορά. Το κοινό το αναγνώρισε εμφατικά.
Ήταν σαρωτική η επιτυχία στις αίθουσες. Τα νούμερα το αποτυπώνουν με γλαφυρό τρόπο. Κόπηκαν συνολικά 660.791 εισιτήρια και από τις 92 ταινίες της χρονιάς, κατέλαβε την 1η θέση της σχετικής λίστας. Ήταν μάλιστα επίδοση – ρεκόρ στην ως τότε πορεία του ελληνικού σινεμά, ξεπερνούσε την πρωτιά που είχε από το 1950 ο Μεθύστακας, με τον Ορέστη Μακρή.
Και κάτι τελευταίο: Είχε την… πλάκα του όταν η Φίνος Φιλμ αναζητούσε κομπάρσους για την «σινεμασκοπική της ταινία» όπως έγραφε στην αγγελία. Ζήτημα να καταλάβαινε ένας άνθρωπος από όσους εξέφρασαν ενδιαφέρον τι σήμαινε στην πράξη αυτό, όμως η δουλειά έγινε, κόσμος βρέθηκε, πολύς μάλιστα!