Στην αρχή δεν την είδε σχεδόν κανείς: Η ελληνική κωμωδία που σήμερα θεωρείται κλασική αλλά πάτωσε σε εισιτήρια

Ευτυχώς με τον καιρό βρήκε τη δικαίωση που της άξιζε

Αν την πετύχεις κατά τύχη στην TV, το χέρι θα φύγει αμέσως από το τηλεκοντρόλ. Αδύνατον να αντισταθείς – και γιατί να το κάνεις εδώ που τα λέμε. Μια κωμωδία του παλιού (καλού) ελληνικού κινηματογράφου που σε κάνει να γελάς με την καρδιά σου. Με εξαιρετικούς ηθοποιούς, σε μεγάλη φόρμα. Βασίλης Αυλωνίτης, Γεωργία Βασιλειάδου, Νίκος Ρίζος. Λύνει ο ένας, δένει ο άλλος και ο… παράλλος, η μία ατάκα μετά την άλλη. Η ζηλευτή χημεία είναι το πρώτο που παρατηρεί κανείς σαν απολαμβάνει το «Οι Γαμπροί της Ευτυχίας».

Η ιστορία, σύμφωνα με την επίσημη σύνοψη, πάει κάπως έτσι: Ο Βαγγέλης (Αυλωνίτης) σοφίζεται διάφορα τεχνάσματα προκειμένου να αποκαταστήσει τη μεγαλύτερη και άσχημη αδερφή του, Ευτυχία (Βασιλειάδου). Κανένας όμως από τους υποψήφιους δεν δέχεται να την παντρευτεί. Ο Μένιος (Ρίζος) έρχεται να την συναντήσει αλλά το “ταμπεραμέντο” της Ευτυχίας δεν καταφέρνει να υπερισχύσει της εμφάνισής της. Μια μέρα ο Μένιος μαθαίνει ότι η Ευτυχία είναι κάτοχος μεγάλης περιουσίας και αποφασίζει να πει το πολυπόθητο “ναι”. Τυχαία όμως γνωρίζεται με την ανιψιά του Βαγγέλη και της Ευτυχίας και τα πράγματα μπερδεύονται…

ΟΚ, σύμφωνα με τα σημερινά μέτρα και σταθμά, έχει κομβικά σημεία της πλοκής που ηχούν λάθος. Αυτό για παράδειγμα το περί ασχήμιας που έχει δομηθεί όλο το φιλμ δεν είναι πλέον πολιτικώς ορθό. Πρέπει όμως να κρίνουμε ένα έργο με βάση το σκεπτικό της εποχής που δημιουργήθηκε. Είναι το δίκαιο ως προσέγγιση.

Οι «Γαμπροί της Ευτυχίας» είναι μια αστεία ταινία και αυτό κρατάμε, αυτό έχει μείνει ως γενική αίσθηση.  Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από τους διαλόγους. Οι περισσότεροι πάντως, δεν ξέχασαν πότε τούτο το φοβερό και τρομερό λεκτικό πινγκ – πονγκ:

-«Η αδερφή μου δεν είναι κοριτσόπουλο, είναι ψημένη».

-«Μεγάλη Βαγγέλη μου, μεγάλη;»

-«Μεγάλη, τι μεγάλη. Δεν είναι και σαν την Πελοπόννησο!»

Το έχουμε και σε βίντεο, όλη τη σκηνή, για να το απολαύσεις όπως πρέπει, να το δεις για… νιοστή φορά – φανταζόμαστε.

Να δούμε μερικές ακόμη σκηνές; Γιατί όχι, άλλωστε, είναι κάτι που ζεσταίνει την καρδιά και σχηματίζει αυθόρμητα το χαμόγελο στο πρόσωπό μας…

 

Κι αφού… χορτάσαμε κάπως, πάμε και στο περίεργο σκέλος της υπόθεσης. Στις μέρες μας η εν λόγω κωμωδία θεωρείται κλασική, από τις πλέον αγαπημένες του κοινού, διαχρονικά. Έχει ανεβεί πολλές φορές και στο θέατρο, ενώ το 2015 έγινε και ένα ριμέικ για το οποίο πάντως καλό είναι να μην πολυμιλήσουμε – κρίμα επειδή είχε μέσα και καλούς ηθοποιούς όπως ο Κώστας Ευρυπιώτης.

Κι όμως, επιστρέφοντας και σκαλίζοντας λεπτομέρειες για το original του 1962, που σκηνοθέτησε ο Σωκράτης Καψάσκης, προκύπτει πως η ταινία πάτωσε στις κινηματογραφικές αίθουσες!  Συγκεκριμένα έκοψε μόλις 21.770 εισιτήρια. Με αποτέλεσμα να βρεθεί στην 33η θέση εκείνης της σεζόν, ανάμεσα σε 82 συνολικά ταινίες. Ήταν μια απογοητευτική επίδοση, μην κρυβόμαστε. Και άδικη βεβαίως.

Ο λόγος γι’ αυτό εντοπίζεται στην αδυναμία του παραγωγού Κλέαρχου Κονιτσιώτη να προωθήσει σωστά τις ταινίες του, όπως για παράδειγμα έκανε συνεχώς και μαεστρικά ο Φιλοποίμην Φίνος. Παρόλα αυτά με τα χρόνια οι «Γαμπροί της Ευτυχίας» βρήκαν τη θέση που τους έπρεπε στην ελληνική φιλμογραφία – αυτό ήταν το σωστό. Αποκτώντας μάλιστα και έναν κάποιο καλτ χαρακτήρα.