Όταν πας να κοιτάξεις στα μάτια τα «ιερά τέρατα», πρέπει να είσαι πολύ άνιωθος για να αντέξεις το βάρος. Γι’ αυτό, κάθε προσπάθεια για βιογραφία στο σινεμά ή την τηλεόραση, παγκοσμίως, είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Το ίδιο ισχύει για τη σειρά για τη Μαρία Κάλλας.
Το παραπάνω ισχύει περισσότερο όταν μιλάμε για ελληνική παραγωγή, διότι ξέρουμε πολύ καλά τι αγκυλώσεις και τι περιορισμένη φαντασία έχουν οι ελληνικές παραγωγές, με πόση «στείρωση» γίνονται, πόσο ανέμπνευστες είναι. Εδώ είναι ανέμπνευστες στο ελεύθερο, φανταστείτε πόσο ανέμπνευστες και κολλημένες γίνονται όταν υπάρχει ο περιορισμός της πραγματικότητας.
Γι’ αυτό, όταν ακούσαμε πως θα γίνει σειρά για τη Μαρία Κάλλας, κάτι σφίχτηκε μέσα μας. Ο λόγος ότι στο παρελθόν δεν έχουμε θαμπωθεί ιδιαίτερα από βιογραφίες, όπως για τη Λαμπέτη ή τη Βουγιουκλάκη.
Όλες όμως οι αντιρρήσεις, αμφιβολίες και αρνητικές προδιαθέσεις κάμπτονται για δύο κυρίες. Την Όλγα Μαλέα και την Ελένη Ράντου.
Η Όλγα Μαλέα είναι μια εξαίρετη σκηνοθέτιδα και εν γένει άνθρωπος της μυθοπλασίας, που έχει σημαντικά γαλόνια στο παρελθόν της, με πιο σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση το Τα Καλύτερά Μας Χρόνια, όπου ήταν σκηνοθέτις στην πρώτη σεζόν, δηλαδή μια σειρά εποχής όπου διαπλέκεται το κωμικό στοιχείο με δόσεις δράματος.
Για τη Μαρία Κάλλας, δεν θα υπάρχει κάτι έντονα κωμικό, ίσως κάποια ψήγματα, θα υπάρχει δραματουργία κατά βάση, αλλά είναι και πάλι μια σειρά εποχής, για ένα υπαρκτό πρόσωπο, για έναν θρύλο, για να είμαστε ακριβείς.
Πάμε και στο δεύτερο εχέγγυο που δεν είναι άλλο από την Ελένη Ράντου. Μπορεί να ακουστεί υπερβολικό, αλλά η Ράντου, σε κάθε τι που συμμετέχει, έχει σκιά τόσο ισχυρή όσο είχε η Μαρία Κάλλας. Με τη θετική έννοια. Γνωρίζει πολύ καλά πώς μπορεί να συμβεί το κάθε πράγμα για να είναι όσο καλύτερο γίνεται, ξέρει πώς να πάει κάτι από το μέρος Α στο μέρος Β.
Είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι ένα μεγάλο μέρος των ρόλων θα το υποδυθούν άνθρωποι που πρώτα τραγουδάνε και μετά υποκρίνονται, όπως η Κλεοπάτρα Ελευθεριάδου, λυρική σοπράνο και φοιτήτρια υποκριτικής, που θα είναι η Μαρία Κάλλας.
Αυτό είναι σημαντικό διότι οι άνθρωποι της μουσικής αυτού του ύφους, της όπερας, δεν χαρακτηρίζονται από ξεσπάσματα ανούσιου μελοδραματισμού και από εμμονές ως προς την ερμηνεία, διατηρούν μια μαεστρική λιτότητα στο παίξιμό τους και δεν πάνε να σκεπάσουν τον ρόλο θέλοντας να αφήσουν το δικό τους αποτύπωμα. Σέβονται περισσότερο την αληθινή προσωπικότητα.
Η σειρά Η Μαρία Που Έγινε Κάλλας, δηλαδή η άσημη Μαρία που ήρθε από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα για να γίνει από ασχημόπαπο μια ντίβα, μας μεταφέρει λίγο πριν τα 1940, στο διάστημα στο οποίο εδώ στην Αθήνα, η Κάλλας εξελίχθηκε σε αυτό το αστέρι της όπερας. Και μετά, στην επιστροφή της στη Νέα Υόρκη, με άλλο στάτους πλέον και άλλες απαιτήσεις.
Όλες οι ενδείξεις δείχνουν πως για μια σπάνια φορά, αν όχι πρώτη, θα δούμε μια καλή βιογραφία στην ελληνική τηλεόραση. Και αυτό είναι ένα βάρος που καλείται να κουβαλήσει κάθε μέλος της παραγωγής.
Στα αξιοσημείωτα της σειράς, βλέπουμε για πρώτη φορά να χρησιμοποιείται στη μυθοπλασία η Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ και η Χορωδία.