Φθινόπωρο του 1993. Το «Jurassic Park» του Στίβεν Σπίλμπεργκ σπάει ταμεία. Τι και αν έχει συμπληρωθεί ένα ολόκληρο καλοκαίρι με αυτό στις κινηματογραφικές αίθουσες; Τι και αν κοντεύουν έξι μήνες από την ημερομηνία κυκλοφορίας του; Η ταινία επαναπροσδιορίζει τον όρο «blockbuster», ο Σπίλμπεργκ δείχνει για μια ακόμα φορά πως είναι ο μεγάλος θαυματοποιός του Χόλιγουντ, πως ξέρει να συσπειρώνει τα κινηματογραφικά κοινά ολόκληρης της Γης με καταπληκτικό τρόπο.
Και όμως, εν μέσω αυτού του εξελίξει κινηματογραφικού θαύματος, ο Σπίλμπεργκ κυκλοφορεί και νέα ταινία. Θα συνυπάρξει στις αίθουσες με το «Jurassic Park» και λέγεται η «Λίστα του Σίντλερ». Όσοι την βλέπουν βγαίνουν με μεγάλη ένταση από τις αίθουσες. Όχι με την ένταση της αδρεναλίνης που προκαλεί το «Jurassic Park», αλλά με μια άλλου τύπου ένταση, εν μέσω ενός συγκινησιακού φόρτου που φανερώνει το πολυμορφικό ταλέντο του Σπίλμπεργκ.
Λίγους μήνες μετά, στα Όσκαρ του 1994, είναι η «Λίστα του Σίντλερ» τελικά η ταινία του Σπίλμπεργκ που θα τα σαρώσει όλα: επτά χρυσά αγαλματάκια για μια ταινία που για κάθε άλλο σκηνοθέτη θα αποτελούσε έργο ζωής αλλά για τον Σπίλμπεργκ υπήρξε απλά η δεύτερη σε μια χρονιά. Δεν θα μπορούσε να μην προκαλέσει μαζικά ρίγη συγκίνησης σε όλο τον κόσμο η «Λίστα του Σίντλερ». Η θεματολογία της, δηλαδή το Ολοκαύτωμα, είναι οικουμενικό, το μήνυμα της απλοϊκό αλλά συνάμα βαθύ: πάντα έχεις την επιλογή να κάνεις κάτι μπροστά στην βαρβαρότητα, η αδράνεια δεν είναι άλλοθι για κανέναν.
Αυτό προσωποποιεί ως Όσκαρ Σίντλερ σε αυτή την ταινία ο Λίαμ Νίσον, στον αναμφίβολα σημαντικότερο ρόλο της μακράς καριέρας του. Ο Σίντλερ ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο, ένας Γερμανός βιομήχανος που παίρνοντας στη δούλεψή του περίπου 4.000 Εβραίους τους έσωσε από την ναζιστική κτηνωδία. Η ταινία πέρασε από χίλια κύματα μέχρι να ολοκληρωθεί, απορρίφθηκε από άλλους διάσημους σκηνοθέτες όπως ο Σκορτσέζε και ο Πολάνσκι αλλά η ίδια η ύπαρξή της αποτελούσε βαθιά επιθυμία των συγγενών των ανθρώπων που έσωσε ο Σίντλερ προκειμένου να αναδειχθεί η υποτιμημένη παρουσία του στην ιστορία.
Ο Σίντλερ παρουσιάζεται από την αρχή της ταινίας ως ένας κυνικός και αδίστακτος μεγιστάνας, που έχει ένα στόχο: να βγάλει άπειρα λεφτά όσο ο πόλεμος διαρκεί. Χρησιμοποιώντας τις διασυνδέσεις του στο ναζιστικό κόμμα «νοικιάζει» Εβραίους από το Άουσβιτς ως εργάτες για το νεόκτιστο εργοστάσιό του και φυσικά, δεν τους πληρώνει. Άλλωστε και τι δεν θα έδιναν οι Εβραίοι για να μην βρίσκονται στο κολαστήριο των ναζί, η πληρωμή τους είναι περιττή. Ο Σίντλερ έχει βρει το τέλειο κόλπο για να γίνει πάμπλουτος.
Ο μετασχηματισμός του σε έναν άνθρωπο που καταλήγει όχι απλά να μην ενδιαφέρεται για τα λεφτά αλλά να χάνει και όλη την ήδη υπάρχουσα περιουσία του προκειμένου να «αγοράσει» όσο περισσότερους εργάτες Εβραίους μπορεί ώστε να τους γλυτώσει από τον θάνατο, είναι η μεγάλη δύναμη της ταινίας. Διότι εν μέσω μιας σοκαριστικής ατμόσφαιρας κατά την αποτύπωση του απόλυτου Κακού -ο Ραλφ Φάινς ως αξιωματικός των ναζί είναι ανατριχιαστικός και μάλλον ο πιο συνταρακτικός villain όλων των εποχών στο σινεμά- ο μετασχηματισμός αυτός δεν ακολουθεί το υπόλοιπο συγκινησιακό κλίμα της ταινίας, το ακριβώς αντίθετο.
Ο Σίντλερ παραμένει ψυχρός και υπολογιστικός, ταγμένος στον σκοπό του. Μόνο που ο σκοπός του έχει αλλάξει και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς: να η βαθιά αλήθεια της «Λίστας του Σίντλερ». Πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Τι δικαιολογία θα είχε ο Σίντλερ αν ο σκοπός του δεν άλλαζε; Το ξέσπασμά του στο φινάλε, η μοναδική στιγμή που ο αγέρωχος Σίντλερ «λυγίζει» δεν φιλοδοξεί να εξυψώσει τις πράξεις του αλλά να καταδείξει αυτό ακριβώς: ο Σίντλερ δεν είναι ήρωας απλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιως. Δεν γινόταν αλλιώς. Ή τέλος πάντων, αυτό θα έπρεπε να ισχύει εν γένει…
Τεράστιας σημασίας ταινία, ίσως η σημαντικότερη για το Ολοκαύτωμα. Έχεις μέχρι την Δευτέρα να την δεις στο Netflix όπου και στριμάρει.