Μεγάλα καράβια, μεγάλες φορτούνες και δεν είναι τυχαίο πως οτιδήποτε έχουμε ως γνώση για ειδεχθή εγκλήματα και δολοφόνους, από τις ΗΠΑ μας έρχεται. Οι τύποι είναι μάστορες στο μάρκετινγκ ακόμα και σε αυτό και η νέα σειρά του Netflix το αποδεικνύει.
Παντού θα υπάρχουν περιπτώσεις serial killers ή εγκληματιών που υπερβαίνουν το «ανθρώπινο» έγκλημα. Αλλά στις ΗΠΑ τους αναδεικνύουν, τους τροφοδοτούν, διότι αυτοί οι εγκληματίες είναι το βάζο με το μέλι.
Αν περάσει μεγάλο διάστημα χωρίς να υπάρξει ένας τέτοιος, νιώθουν ότι υπάρχει ένας αόρατος κίνδυνος. Γι’ αυτό και δεν θα αλλάξουν ποτέ τους νόμους για την οπλοκατοχή, γι’ αυτό και θα έχουμε μια φορά τον χρόνο μια υπόθεση εισβολής σε σχολείο με πυροβολισμούς.
Στην Αμερική θέλουν πάντοτε να δημιουργούν τέρατα και γι’ αυτό έχουν ξεκλείδωτες όλες τις πόρτες που αν κάποιος τις ανοίξει, στο τέλος της διαδρομής θα έχει γίνει τέρας.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και το Monsters: The Lyle and Erik Menendez Story που ανέβηκε στο Netflix την περασμένη εβδομάδα και έχει καπαρώσει την κορυφή της πλατφόρμας στο top-10 σειρών.
Πρόκειται για μια υφολογική συνέχεια του Monster: The Dahmer Story που είχε βγει στο Netflix το 2021 και συζητήθηκε πολύ, καθότι ήταν από τα πιο σοκαριστικά πράγματα. Τότε μάλιστα, η κουβέντα είχε πάει στο πεδίο της θεωρητικής συζήτησης για το αν το Netflix προχωράει με τα crime stories σε ειδωλοποίηση των δολοφόνων και θρέφει τον εγωισμό δυνητικών serial killers ώστε να εκδηλώσουν την δολοφονική τους μανία.
Είχαμε κάνει τότε εδώ στο Menshouse και μια συζήτηση με την εγκληματολόγο κ. Κέλλυ Ιωάννου που είχε διαλευκάνει αρκετές απορίες για την ελεγεία του serial killer.
Στα της νέας σειράς του Netflix, την οποία υπογράφει πάλι ο Ράιαν Μέρφι, το στόρι μας πηγαίνει στα τέλη των 80s, αρχές 90s, όταν ο Έρικ και ο Λάιλ Μενέντεζ, δύο αδέρφια 18 και 21 ετών, δολοφόνησαν τους γονείς τους με πυροβόλα όπλα, στο σπίτι τους.
Τα δύο αδέρφια αποφάσισαν ένα βράδυ να πάνε στο σπίτι και να τους πυροβολήσουν μέχρι να πεθάνουν και στη συνέχεια, έστησαν ολόκληρο σκηνικό ώστε να φανεί πως τους είχε σκοτώσει η μαφία. Υποστήριξαν μάλιστα στις Αρχές ότι ο πατέρας τους είχε περίεργα πάρε-δώσε λόγω της δουλειάς του.
Κι ενώ η αστυνομία αναζητούσε τους δολοφόνους, αυτοί είχαν κάνει τα πάντα για να πάει η περιουσία του Χοσέ Μενέντεζ, του πατέρα τους, στα χέρια τους, και για ένα διάστημα μηνών ζούσαν μια ζωή μέσα στα έξοδα, στα πλούτη, αγόραζαν αμάξια ακριβά, ρούχα, έμεναν σε σουίτα ξενοδοχείου, σπαταλούσαν και δεν έδειχναν σε καμία περίπτωση σοκαρισμένοι από αυτό που τους συνέβη.
Ένα βράδυ, ο Έρικ, μη μπορώντας να αντέξει τις τύψεις, εκμυστηρεύτηκε στον ψυχολόγο του ότι αυτοί σκότωσαν τους γονείς τους. Ο Λάιλ έτρεξε στο γραφείο για να φοβίσει τον ψυχολόγο, ο οποίος δεσμευόταν από το ιατρικό απόρρητο, αλλά παρέμενε επικίνδυνος για τα δύο αδέρφια.
Με κάποιον τρόπο οι 3 τους τα βρήκαν, ο ψυχολόγος θέλησε να συμμετέχει στο ξεκοκάλισμα της περιουσίας, όμως υπολόγιζαν χωρίς την ενοχλημένη ερωμένη του ψυχολόγου που τα γνώριζε όλα, και για τις κασέτες ηχογράφησης. Και ενημέρωσε την αστυνομία και άρχισε να ξετυλίγεται ο μίτος της Αριάδνης.
Τα αδέρφια υποστηρίζουν (είναι πραγματική ιστορία και το υποστηρίζουν ως και σήμερα, έτι περισσότερο μετά την απήχηση που απέκτησε η σειρά του Netflix) ότι δεν δολοφόνησαν, αλλά σκότωσαν εν βρασμώ ψυχής, απαντώντας έτσι στον πολυετή βιασμό που υφίσταντο από τον πατέρα τους, με την ανοχή της μητέρας τους, και στην εν γένει ψυχική κακοποίηση και υποτίμηση.
Μάλιστα, παρότι το 1996 καταδικάστηκαν σε ισόβια, γλυτώνοντας τη θανατική ποινή, σχεδόν 30 χρόνια μετά, λόγω της σειράς, ενδέχεται η υπόθεση να επανεξεταστεί, διότι φαίνεται πως υπάρχει επιστολή του Έριξ σε έναν συγγενή τους, μερικούς μήνες πριν τη δολοφονία, όπου του μιλάει για τον βιασμό από τον Χοσέ Μενέντεζ.
Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα είναι τρομερά ενδιαφέρον, πώς δηλαδή μια πλατφόρμα μυθοπλασίας φτάνει να επιδρά σε νόμους, σε δικαστικές υποθέσεις που συγκλόνισαν.
Στα της σειράς, ο Ράιαν Μέρφι ακολουθεί μια μη γραμμική αφήγηση, ακριβώς για να μη χρειαστεί να υποστηρίξει κάποια από τις δύο πλευρές, τους Μενέντεζ ή τους γονείς, και γι’ αυτό η λέξη Monsters στον τίτλο, δεν αφορά per se κανέναν. Με τον τρόπο που απλώνει την ιστορία, ο Μέρφι αφήνει στον θεατή να διαλέξει ποιος είναι το τέρας.
Και αν δώσετε βάση στην τελευταία τελευταία σκηνή, στο 9ο επεισόδιο, αλλά και στη στάση των Μενέντεζ στη διάρκεια της δίκης, εκεί ίσως η αφήγηση ωθεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Κάτι που γίνεται ανατρεπτικά, διότι μέχρι περίπου το 7ο επεισόδιο, ο θεατής έχει πειστεί πως ο πατέρας και η μάνα ήταν καθάρματα.
Εξάλλου, δύο παιδιά προβληματικά, είναι καθρέφτες των γονιών τους. Έτσι δε λέμε πάντα; Έτσι δεν λέει η Εγκληματολογία βασισμένη στην Ψυχολογία; Κι αν κάποια παιδιά είναι Monsters κόντρα σε αυτό που είναι ή τους έδωσαν οι γονείς τους; Εκεί, τι γίνεται; Εκεί, ποιος είναι το Τέρας;
Να το ερώτημα που θέτει η σειρά του Netflix. Και, φυσικά, δεν έχει απάντηση. Αλλά γεννά ενδιαφέρουσες συζητήσεις!
Για το φινάλε, αυτό που πρέπει να πούμε, ως εύσημα, είναι πως οι ηθοποιοί παραδίδουν σπουδαίες ερμηνείες. Ο Χαβιέ Μπαρδέμ και η Κλόε Σεβίνι είναι τα μεγάλα διαμάντα στο στέμμα, με τον Μπαρδέμ να δηλώνει εδώ πως θα πρέπει να τον θεωρούμε έναν από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς όλων των εποχών.
Αν δηλαδή δε μας είχε πείσει με τους ρόλους του villain στο Καμιά Πατρίδα Για τους Μελλοθάνατους και στο Skyfall, τώρα βάζει τη σφραγίδα.