To horror είναι ένα κινηματογραφικό είδος που υπάρχει εδώ και έναν αιώνα. Για την ακρίβεια, εδώ και 102 χρόνια. Και είναι ίσως το μοναδικό είδος του οποίου η «ηλικία» μπορεί να προσδιοριστεί με τόσο μεγάλη ακρίβεια. Διότι η απάντηση στην ερώτηση «ποια είναι η πρώτη horror ταινία όλων των εποχών;» και κατ’ επέκταση εκείνη που «γέννησε» το είδος είναι αντικειμενική, κοινώς αποδεκτή και το κυριότερο, πασίγνωστη.
Πρόκειται για το «Nosferatu» του Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου, ταινία πρωτοποριακή και οριακά αγέραστη στο χρόνο που επί της ουσίας αποτελεί την κινηματογραφική μεταφορά του λογοτεχνικού «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ με αλλαγμένα ονόματα ωστόσο για λόγους πνευματικών δικαιωμάτων. Μια βωβή ταινία που αποτελεί αληθινό ογκόλιθο συνολικά για τον κινηματογράφο, ένα αληθινό σημείο τομής για το Μέσο.
Ο Ρόμπερτ Έγκερς των «The Witch», «The Lighthouse» και «The Northman», ένας από τους πιο πολυσυζητημένους σκηνοθέτες των καιρών μας δεν είναι ο πρώτος σε αυτά τα 102 χρόνια ζωής του «Nosferatu» που θέλησε να δημιουργήσει το ριμέικ της ιστορικής αυτής ταινίας. Είχε προηγηθεί το καταπληκτικό ριμέικ του Βέρνερ Χέρτζογκ το 1979 με τον Κλάους Κίνσκι στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το «Nosferatu» του Έγκερς, με άλλα λόγια, που κάνει ντεμπούτο αυτές τις μέρες στα ντόπια σινεμά είναι η τρίτη ταινία που φέρει τον ιστορικό τίτλο και απόλυτα δικαιολογημένα μια από τις πιο αναμενόμενες της χρονιάς: ο συνδυασμός του ονόματος του Έγκερς με τον βαρύ σαν ιστορία τίτλο της πρώτης κινηματογραφικής βαμπιρικής ιστορίας δεν θα μπορούσε να μην προκαλεί καντάρια αναμονής. Είναι ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα αντάξιο του θόρυβου που συνοδεύει την δημιουργία; Κάπου εδώ η συζήτηση γίνεται λίγο άβολη για τον κύριο Έγκερς.
Ο Έγκερς είναι λίγο μπερδεμένος ως προς αυτό που θέλει να κάνει σε αυτή την ταινία. Σε αντίθεση με τον Χέρτζογκ που το 1979 έκανε δική του την βασική ιστορία και την παρουσίασε εκ νέου μέσα από τη δική του φιλοσοφική οπτική, ο Έγκερς μοιάζει να σέβεται τόσο πολύ το αρχικό υλικό που… φοβάται να το ακουμπήσει πολύ ως προς το περιεχόμενό της. Αναβιώνει το «Nosferatu» σε ένα οπτικό επίπεδο που το μεταφέρει μεγαλοπρεπώς στον 21ο αιώνα και δομεί μια ταινία που η αισθητική της είναι τόσο άρτια όσο ένας αριστουργηματικός πίνακας ζωγραφικής. Όμως δεν τον διακατέχει η ίδια τόλμη ως προς την ιστορία καθεαυτή.
Παρά την ψαρωτική εναρκτήρια σκηνή που σε κάνει να πιστεύεις πως το «Nosferatu» του Έγκερς θα έχει τη δική του, μοναδική υπογραφή, η συνέχεια διαψεύδει πανηγυρικά αυτή την αίσθηση. Ο Έγκερς αφηγείται την αρχική ιστορία by the book, δεν αποκλίνει ποτέ από αυτή, δεν δίνει ποτέ αυτόνομο χαρακτήρα στη δημιουργία του. Λες και η έννοια του ριμέικ είναι στο κεφάλι του μια στείρα επανάληψη μιας ταινίας που έχει κυκλοφορήσει πριν 102 χρόνια απλά αναβαθμισμένη τεχνικά (μουσική, ομιλία, χρώματα και άλλα πράγματα που δεν υπήρχαν το 1922) και αισθητικά.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως όλο αυτό είναι μια σκηνοθετική άποψη και όχι έλλειψη έμπνευσης, πως ο Έγκερς θεωρεί τόσο μεγάλη ταινία το κλασικό έργο του Μουρνάου που η δική του μεταφορά είναι περισσότερο ένα μεγάλου μήκους οπτικό hommage και όχι μια νέα δημιουργία. Υπάρχουν ωστόσο σημεία που ο Έγκερς δεν μένει πιστός σε μια τέτοια προσπάθεια αλλά αντίθετα, επιχειρεί να προσδώσει έναν λυρισμό στην αφήγησή του, ο οποίος ωστόσο έρχεται ουρανοκατέβατος και μοιάζει με κακέκτυπο του λυρισμού που εμπεριεχόταν δομικά στο «Dracula» του Κόπολα.
Μπερδεμένο, αποπροσανατολισμένο και κυρίως σαν τον βασικό του χαρακτήρα: άψυχο. Αυτό είναι το αριστουργηματικό μόνο σε οπτικό επίπεδο «Nosferatu» του Έγκερς και είναι τόσο, μα τόσο κρίμα…