Moonlight: ένα «μαύρο» Όσκαρ που κυκλοφόρησε σε λάθος εποχή

Τώρα που κατακάθισε η «φανταχτερή» σκόνη των Όσκαρ, μήπως ήρθε η ώρα ν' ασχοληθούμε λίγο πιο διεξοδικά με το μεγάλο νικητή και ν' αναρωτηθούμε αν πρόκειται γι' αναντίρρητο «διαμάντι» ή για υπερτιμημένο φιλμ;

Είναι αναμφισβήτητο: το Χόλιγουντ διανύει μια από τις πιο πολιτικοποιημένες περιόδους του. Τα τελευταία δέκα χρόνια, από την εποχή της μεγάλης απεργίας των σεναριογράφων και των ελευθεριών που αυτή εξασφάλισε στους γραφιάδες της πιο μαζικής βιομηχανίας ταινιών του κόσμου, η ανίχνευση πολιτικών μηνυμάτων στις αμερικάνικες ταινίες είναι μια κατάσταση όλο και πιο έντονη. Φυσικά, τα Όσκαρ δεν θα μπορούσαν να εξαιρεθούν από όλη αυτή την (εξαιρετικά ενδιαφέρουσα) διαδικασία. Υπό αυτή την έννοια, όσοι ξέρουν να διαβάζουν την πραγματικότητα μπορούσαν να το προβλέψουν εδώ και καιρό: το Moonlight θα έπαιρνε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας – όπως και έγινε. Και θα το έπαιρνε ως επιστέγασμα του πολιτικού προφίλ που είχε ως ταινία. Το άξιζε όμως στ’ αλήθεια;

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: το Moonlight είναι μια καλή ταινία που βλέπεται ευχάριστα. Είναι καλύτερη από τις υπόλοιπες συνυποψήφιές της; Η απάντηση έχει να κάνει με το υποκειμενικό γούστο του καθενός. Στο δικό μου μυαλό, η απάντηση είναι ένα αδιάλλακτο «όχι», ειδικά όταν μιλάμε για την χρονιά στην οποία έχουν προκύψει δυο υπαρξιακά αριστουργήματα όπως το Arrival και το Nocturnal Animals. Αυτή όμως είναι απλά η άποψή μου και ο Επιθεωρητής Κάλαχαν τα έχει πει μια χαρά για τις απόψεις. Το πραγματικό ερώτημα σχετικά με το Moonlight είναι άλλο: είναι η πολιτική του χροιά ανάλογη του ντόρου που έχει γίνει γύρω του;

Πέρυσι, η αντίστοιχη απονομή των Όσκαρ είχε συνοδευτεί από μια μεγάλη φασαρία σχετικά με τον αποκλεισμό των μαύρων του Χόλιγουντ από την διεκδίκηση του βαρύτιμου αγαλματιδίου. Ένα χρόνο αργότερα και ενώ στο μεσοδιάστημα ο ακροδεξιός Ντόναλντ Τραμπ έχει ανακηρυχθεί πρόεδρος των ΗΠΑ, ήταν δεδομένο πως το αριστερόστροφο κλίμα που επικρατεί στο Χόλιγουντ δεν θα μπορούσε να μην εκφραστεί στα Όσκαρ: από την μία η Ακαδημία έπρεπε να δώσει μια σαφή απάντηση σε όσους την κατηγορούσαν για ρατσισμό, από την άλλη έπρεπε να δοθεί ένα ηχηρό μήνυμα εναντίωσης στον νέο Πρόεδρο των ΗΠΑ. Το Moonlight, σχεδόν αυθόρμητα, έγινε η ταινία που ηγήθηκε αυτής της διπλής διαδικασίας.

Η ταινία του Μπάρι Τζένκινς δεν ήταν απλά μια ταινία που μιλούσε για την ζωή των μαύρων κοινοτήτων της Αμερικής. Ήταν ταυτόχρονα και μια αντιομοφοβική ταινία. Πλασαρίστηκε ως μια ταινία που όχι μόνο αποτυπώνει τις δυσκολίες στη ζωή ενός μαύρου στην σύγχρονη πραγματικότητα των ΗΠΑ αλλά παράλληλα και τον Γολγοθά που ανεβαίνει ο τελευταίος αν είναι gay. Διπλή καταπίεση, διπλό μαρτύριο και μια ταινία-γροθιά στον ρατσισμό κάθε μορφής. Από την στιγμή που παίχτηκε στους κινηματογράφους απέκτησε φανατικό κοινό. Οι αντιρατσιστές κινηματογραφόφιλοι αυτού του κόσμου πανηγύρισαν σαν πρωτάθλημα της ομάδας τους το Όσκαρ που κατέκτησε. Αλήθεια όμως, κάτω από το περιτύλιγμα υπάρχει κάποια ουσία;

Το Moonlight είναι μια ταινία που αν κυκλοφορούσε πριν 15 ή 20 χρόνια είναι δεδομένο πως θα ήταν ένα έργο-σταθμός στην αποτύπωση της σκληρής πραγματικότητας των γκέτο. Όμως υπάρχει ένα πρόβλημα: δεν κυκλοφόρησε πριν 15 ή 20 χρόνια αλλά το 2016. Η σκληρή πραγματικότητα των γκέτο, οι άγραφοι κανόνες που αυτά κουβαλάνε, οι αντιφάσεις όσων ζουν και μεγαλώνουν σε αυτά, έχουν ήδη αποτυπωθεί με πολύ πιο ρεαλιστικό τρόπο. Το Kids του Λάρι Κλαρκ που βγήκε το 1995, αν και καταπιάνεται ευρύτερα με τις φτωχές γειτονιές και όχι απλά με τα γκέτο, έρχεται αυτόματα να συγκριθεί με το Moonlight και μάλιστα να το νικήσει από τα αποδυτήρια: το Moonlight είναι μια πολύ πιο… light εκδοχή του Kids, τουλάχιστον στα δύο πρώτα μέρη του. Το καλύτερο σίριαλ όλων των εποχών δε, το Wire έχει αποτελέσει με σεμιναριακό τρόπο αυτό που το Moonlight θα ήθελε να είναι (άλλη μια αυθόρμητη σύγκριση που γεννιέται βλέποντας την ταινία).

Συγκριτικά με άλλες ταινίες ίδιας θεματολογίας το συμπέρασμα με το Moonlight είναι πολύ άβολο: δεν επιχειρεί να αποτυπώσει μια σκληρή πραγματικότητα. Επιχειρεί να την ωραιοποιήσει και απλά να κρατήσει μερικές πινελιές σκληρότητας για το ξεκάρφωμα. Ο προκάτοχος του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ο Μπάρακ Ομπάμα, θα μπορούσε να δείχνει αυτή την ταινία και να περηφανεύεται για την ραγδαία βελτίωση των ζωών της μαύρης εργατικής τάξης των ΗΠΑ.

Ναι, εντάξει δεν είναι και ιδανική η κατάσταση σε αυτές τις συνοικίες, κάποια παιδιά κάνουν μπούλινγκ σε κάποια άλλα παιδιά αλλά εδώ που τα λέμε αυτό συμβαίνει και στις καλύτερες γειτονιές. Οκ, παίζουν διάφορα ναρκωτικά στις γωνίες αλλά πάνω απ’ όλα υπάρχει καλή καρδιά και οι μαφιόζοι είναι καλόκαρδοι άνθρωποι που προστατεύουν εφτάχρονα gay αγόρια – γοητευτική και ενδιαφέρουσα προσέγγιση, δεν λέω, αλλά αν δεν παίζεις με το αντιφατικό της εν λόγω συνθήκης τότε στην καλύτερη υποτιμάς το σεναριακό σου εύρημα, στην χειρότερη συμβάλεις στην εξιδανίκευση μιας προβληματικής κατάστασης.

Αν ο Ομπάμα είχε το δικαίωμα να ξαναβάλει υποψηφιότητα για Πρόεδρος των ΗΠΑ, αυτή η ταινία θα ήταν ένα από τα δυνατά του χαρτιά. Στην πραγματικότητα, αποτελεί μια παραμόρφωση της πραγματικότητας. Δεν το λέμε απλά εμείς που στην τελική δεν έχουμε περάσει ούτε ξυστά από γκέτο, δεν το λένε απλά οι ειδήσεις σύμφωνα με τις οποίες κάθε τρεις και λίγο ένας μαύρος σκοτώνεται από την αστυνομία. Το λένε οι ίδιες οι κινηματογραφικές αποτυπώσεις του Χόλιγουντ πάνω στο ζήτημα. Μέχρι και το οριακά καλτ «8 Mile» με τον  Έμινεμ έμοιαζε πιο ρεαλιστικό από το Moonlight – είπαμε αγαπητέ κύριε Τζέκινς: έχουμε 2017, όχι 1997.

Ο δεύτερος βασικός άξονας με τον οποίο καταπιάνεται το Moonlight, που δεν είναι άλλος από το ζήτημα της ομοφοβίας, εκθέτει στην πραγματικότητα στην ταινία. Για την ακρίβεια, φανερώνει και σε αυτή την περίπτωση το πόσο ξεπερασμένο, πόσο αναντίστοιχο της εποχής περιεχόμενο έχει. Δεν γίνεται να μην μπω και πάλι σε αυτή την σύγκριση: πριν καμιά 20ετία, ένα βιαστικό φάσωμα στην παραλία ανάμεσα σε δυο άντρες, μερικά αμήχανα βλέμματα και ένα αγχωμένο coming out, ίσως να ήταν τα καλύτερα συστατικά για μια τολμηρή και θαρραλέα προσέγγιση του ζητήματος. Σήμερα είναι απλά μια τσαπατσούλικη προσέγγιση, επιφανειακή, βιαστική και άτολμη.

Η εμβάθυνση είναι μηδενική, η σύνδεση της μίας καταπίεσης (ομοφοβία) με την άλλη (ρατσισμός) δεν γίνεται ποτέ ουσιωδώς, ούτε λίγο ούτε πολύ παρουσιάζονται σαν δύο διαφορετικές συνθήκες, ξένες μεταξύ τους, τυχαίες. Λυπάμαι, αλλά ζούμε στην εποχή της εμβάθυνσης πάνω σε τέτοια ζητήματα, ζούμε σε μια απαιτητική εποχή. Το να σπας επί της οθόνης τα στερεότυπα είναι πάντα ωραίο (και όποια ταινία το κάνει έχει ένα respect, το παραδέχομαι) αλλά πλέον (δυστυχώς) δεν φτάνει. Κυρίως, όταν η ίδια η οθόνη τα έχει σπάσει προ πολλού: το «Brokeback Mountain» άνοιξε για τα καλά αυτόν τον δρόμο. Πλέον, το «queer cinema» χρειάζεται το κάτι παραπάνω και όχι αναμάσημα παλιών κόλπων. Είπαμε: η εποχή κατά την οποία λες κάποια πράγματα καθορίζει την ευστοχία και την επικαιρότητα τους.

Κυρίως όμως, το μεγάλο αρνητικό του Moonlight, το στοιχείο που δεν μπορώ να του συγχωρήσω με τίποτα είναι αυτή η προσπάθεια αναβίωσης των αξιών του αμερικάνικου ονείρου. Εδώ το Moonlight δεν είναι απλά επιφανειακό. Είναι συντηρητικό. Για τους φτωχούς μαύρους των ΗΠΑ η διέξοδος στο ναρκεμπόριο παίζει πάντα ως επιλογή. Και η ταινία παίρνει μια υπεραπλοϊκή θέση ως προς αυτό το φαινόμενο, αντίστοιχη των νουθεσιών μιας γιαγιάς που κουνώντας το δάχτυλο σε συμβουλεύει να μείνεις μακριά από αυτά τα πράγματα του διαβόλου. Με έναν χριστιανικό τρόπο, το Moonlight κρίνει ως άλλη Ιερά Εξέταση τους αδύναμους μαύρους που σπρώχνουν ναρκωτικά και εξυμνεί εκείνους που ξεκωλόνονται στην σκληρή και απάνθρωπη δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί ακολουθώντας τις επιταγές του αλάνθαστου αμερικάνικου ονείρου.

Ούτε που περνάει από το μυαλό των δημιουργών της ταινίας πως για τους φτωχούς μαύρους των ΗΠΑ, τα σύνορα ανάμεσα στην νομιμότητα και την παρανομία είναι σχετικά, αδιόρατα. Δομούνται πέρα και έξω από δίπολα όπως το Καλό και το Κακό, την ηθική και την ανηθικότητα, γιατί πολύ απλά, αυτές οι έννοιες είναι πολυτέλειες μέσα στα γκέτο. Το κατά τα άλλα αντιρατσιστικό Moonlight όχι απλά ξεχνάει να θίξει τις βασικές αιτίες που γεννάνε τον ρατσισμό αλλά αντίθετα, παίρνει μια ελιτίστικη θέση, πλήρως απομακρυσμένη από οποιονδήποτε ρεαλισμό. Είσαι φτωχός; Η μάνα σου είναι πρεζάκι; Έχεις μπει φυλακή; Ζεις σε γκέτο;

Δεν μας απασχολούν όλα αυτά. Αν τολμήσεις να παρανομήσεις είσαι κατακριτέος και θα καείς στην κόλαση. Θα λες ότι σπρώχνεις ναρκωτικά και θα κοιτάς κάτω από ντροπή, δεν θα μπορείς να κοιταχτείς στον καθρέφτη. Ο πάλαι ποτέ έρωτάς σου θα σε κοιτάει και θα σε κατακρίνει με το βλέμμα του. Δεν υπάρχει κατανόηση ούτε ανάμεσα σε κόσμο που έχει μεγαλώσει μέσα στις ίδιες συνθήκες με εσένα. Για την ακρίβεια: ποιες συνθήκες; Δεν παίζουν ρόλο οι συνθήκες. Αν δεν μονολογείς μίζερα «δουλίτσα να υπάρχει», η εμπειρία όλων των γκέτο του κόσμου δεν σε ξεπλένει από την αυστηρή ματιά του Moonlight. Να με συγχωράτε, αλλά αυτό λέγεται αντιρατσισμός από τα Lidl.

Φυσικά, ας το ξαναπώ: το Moonlight δεν είναι κακή ταινία, βλέπεται ευχάριστα. Όμως έχει ένα πρόβλημα: κυκλοφόρησε σε λάθος εποχή. Στα 90s θα μπορούσαμε να κλείσουμε τα μάτια στις αβλεψίες της και την προχειρότητά της και να επικεντρωθούμε στα θετικά της. Όμως δεν είμαστε στα 90s, δεν μπορούμε πλέον να μονολογούμε: «Χόλιγουντ είναι, δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι καλύτερο».

Ζούμε στην πιο πολιτικοποιημένη εποχή του Χόλιγουντ και τα πράγματα κρίνονται πιο αυστηρά. Κάτι που κάποτε αποτελούσε πρόοδο, πλέον ίσως να αποτελεί στασιμότητα ή ακόμα και οπισθοδρόμηση. Και έπειτα από μια δεκαετία μαζικής παραγωγής ανοιχτόμυαλων, πολιτικοποιημένων και τολμηρών σεναρίων, το να φτάσουμε να θεωρούμε το Moonlight πρότυπο αντιρατσιστικής ταινίας είναι μάλλον οπισθοχώρηση.

Γνώμη μου πάντα, έτσι;