Η τάση να βρίσκουμε αναλογίες, «διαδόχους» και επάξιους εκπροσώπους παρελθοντικών καταστάσεων οδηγεί πολλές φορές σε διάφορες παρεξηγήσεις. Είναι μια τάση που αφορά διαφόρων ειδών συζητήσεις, από πολιτικές και αθλητικές μέχρι κινηματογραφικές: υπάρχει ένα εξιδανικευμένο παρελθόν μέσα μας και σε κάθε ευκαιρία ψάχνουμε να βρούμε μια «συνέχειά» του στο εδώ και στο τώρα. Έτσι δημιουργούμε προσδοκίες περισσότερες από αυτές που αναλογούν.
Στον κινηματογράφο είναι ιδιαιτέρως επαναλαμβανόμενο το φαινόμενο: από μια ηλικία και μετά η δεκαετία που μας μεγάλωσε είναι μέσα και η καλύτερη, η πιο δημιουργική, η πιο γοητευτική. Έτσι, με το που βλέπουμε κάτι που την θυμίζει σπεύδουμε να το αποθεώσουμε. Πρόσφατο παράδειγμα αυτής της τάσης είναι ο τρόπος που (μας) παρουσιάστηκε το «Oddity», το ιρλανδικό horror που παίζεται αυτόν τον καιρό στους κινηματογράφους και που οι μεγαλοστομίες που έχουν ακουστεί για αυτό είναι χαρακτηριστικές.
Όσοι μεγάλωσαν την δεκαετία του ΄90 και ταυτόχρονα, τους άρεσε ο Στίβεν Κινγκ είδαν στο πολυσυζητημένο αυτό horror το τέλειο πάντρεμα ανάμεσα στις δυο μεγάλες τους αγάπες και το αποθέωσαν ως την ταινία της χρονιάς, αυτή που «ανασταίνει το είδος» και άλλα τέτοια. Έτσι, οι προσδοκίες είναι τόσο μεγάλες που η απογοήτευση είναι ακόμα μεγαλύτερη. Όχι γιατί το «Oddiity» είναι μια κακή ταινία -το αντίθετο- αλλά γιατί δεν είναι το αριστούργημα που μας πλασαρίστηκε.
Το στόρι πάει κάπως έτσι: Μια γυναίκα που (πιστεύει και δηλώνει πως) είναι μέντιουμ επιχειρεί να αποκαλύψει την αλήθεια πίσω από την δολοφονία της αδελφής της στην τοποθεσία όπου έλαβε χώρα το έγκλημα πριν μερικά χρόνια, δηλαδή στο σπίτι όπου η τελευταία διέμενε με τον άνδρα της. Εκείνος έχει πλέον παντρευτεί εκ νέου και φαίνεται να έχει ξεπεράσει το γεγονός, πιστεύοντας πως ήταν ατύχημα, Όμως, η αδελφή του θύματος, δεν αρκείται σε αυτήν την εξήγηση.
Η ταινία δίνει υπερβολικά μεγάλη βάση στο στιλ, οριακά το τοποθετεί πάνω από το περιεχόμενο και αυτό έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα να ξεκινάει πολύ δυνατά και ελπιδοφόρα αλλά σταδιακά να «ξεφουσκώνει» και μάλιστα, να οδηγείται σε μια τρίτη πράξη μάλλον κακή. Εν τέλει, η προβλεψιμότητα που το διακατέχει, απόρροια της έλλειψης σεναριακής προσοχής, καταλήγει μεγαλύτερο μειονέκτημα από τα όποια πλεονεκτήματα του φιλμ. Συν τοις άλλοις, το «Oddity» μοιάζει να πάσχει και από έλλειψη προσανατολισμού μιας και δεν ξέρει αν θέλει να είναι μεταφυσικό ή… ρεαλιστικό horror και αυτό το στοιχείο είναι τελικά το μεγαλύτερο βαρίδι…
Ας μην το θάβουμε όμως τόσο έντονα: με ένα κουβά ποπ κορν δίπλα και την συνείδηση πως δεν θα δεις δα και την «Λάμψη», καλά θα περάσεις βλέποντάς το.
Μέχρι εκεί…