Άντε μετά να μην πιστέψεις στις συμπτώσεις, στους οιωνούς. Να μην μπεις σε σκέψεις, ακόμα και ορθολογιστής άνθρωπος να ‘σαι, μήπως ενίοτε προκαλείς τη μοίρα σου. Δηλαδή δεν σου ακούγεται κάπως (περίεργο) που μια ταινία με το όνομα «Ο κακός δρόμος» πήρε τον… κακό το δρόμο και κατατάσσεται ως μία από τις μεγαλύτερες αποτυχίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου;
Αν δεν έχεις ακούσει ποτέ νωρίτερα το οτιδήποτε γι’ αυτό το φιλμ, να ξέρεις ότι είναι απολύτως νορμάλ κάτι τέτοιο. Μιλάμε για μια δουλειά του (πολύ) μακρινού 1933 από την οποία δεν έχει διασωθεί ούτε μία κόπια, δεν υπάρχει το παραμικρό ίχνος. Μόνο ένα απόσπασμα ελάχιστων δευτερολέπτων, σε κακή ποιότητα. Αυτό:
Τι βλέπουμε εκεί; Κυρίως την Μαρίκα Κοτόπουλη. Που πρωταγωνιστούσε στην ταινία, μαζί με την Κυβέλη. Κάτι που από μόνο του συνιστά μέγα γεγονός. Καθώς δεν μιλάμε μόνο για δύο ιερά τέρατα του ελληνικού θεάτρου. Αλλά και για δύο ορκισμένες εχθρούς που χαρακτηριζόντουσαν από έναν ανελέητο και πανθομολογούμενο ανταγωνισμό. Ο μεταξύ τους… εμφύλιος πόλεμος ήταν συνεχής και εκτεινόταν σε όλα τα επίπεδα, ως και στις πολιτικές απόψεις.
Η προοπτική να παίξουν σε μια υπερπαραγωγή της εποχής, με εξωπραγματικό μπάτζετ για τα τότε δεδομένα (5 εκατομμύρια δραχμές!), τις έκανε να αφήσουν για λίγο στην άκρη τις διαφορές τους και να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Το φιάσκο όμως της ταινίας συνετέλεσε πιθανότατα στο να ενισχυθεί περαιτέρω το μίσος της μίας για την άλλη.
Σε ακούμε νοερά να ρωτάς, πώς βρέθηκαν τόσα λεφτά για ταινία σε μια εποχή που το σινεμά κάθε άλλο παρά βαριά βιομηχανία ήταν και η χώρα μας φυτοζωούσε οικονομικά (το ‘χουμε χρόνια το χούι…). Η απάντηση είναι πως δεν ήταν μια 100% ελληνική παραγωγή. Αντίθετα επρόκειτο για σύμπραξη. Με Τούρκους παραγωγούς και συντελεστές.
Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Μουσχίν Ερτογρούλ (τότε επικεφαλής του Εθνικού Θεάτρου της γειτονικής χώρας), ενώ στο σενάριο βρίσκουμε και μια από τις σημαντικότερες μορφές της τουρκικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, τον Ναζίμ Χικμέτ. Βασικά αυτός ανέλαβε την κινηματογραφική διασκευή της πρώτης ύλης, που ήταν διήγημα του Γρηγόριου Ξενόπουλου. Μόνο που το αποτέλεσμα ενόχλησε αφάνταστα τον Έλληνα συγγραφέα και αποκήρυξε την ταινία πριν καν βγει στα αίθουσες, με επιστολή του στις εφημερίδες! Είχαν γίνει γαρ πολλές αλλαγές στην πλοκή, που θεώρησε ότι αλλοιώνουν το έργο του και ότι τον προσβάλλουν επί προσωπικού, ως Έλληνα.
Ναι, πολλά τα βάσανα, από νωρίς. Είπαμε, ο δρόμος είχε στρωθεί και ήταν… κακός! Τίποτα δεν μπόρεσε τελικά να σώσει την πρώτη ελληνοτουρκική συμπαραγωγή της ιστορίας. Τι κι αν ήταν πλήρως ηχητική και ομιλούσα σε μια εποχή που αυτό ήταν ακόμα εξαίρεση για ταινία; Τι κι αν γυρίστηκε κατά βάση σε υπερσύγχρονα για την εποχή στούντιο στην Κωνσταντινούπολη (τα εξωτερικά γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν το Φεβρουάριο του 1933 σε Αθήνα, Πάτρα και φυσικά στην Ζάκυνθο, όπου άλλωστε εξελισσόταν η υπόθεση του έργου); Τι κι αν πέρα από Κυβέλη και Μαρίκα Κοτοπούλη στο καστ βρίσκαμε κι άλλα λαμπερά ονόματα, όπως τον Βασίλη Λογοθετίδη (σε ηλικία 35 ετών), τον Δημήτρη Μυράτ, τον Γιώργο Γαβριηλίδη, τον Χρήστο Τσαγανέα και την Νίνα Βιτσώρη (μετέπειτα Νίτσα Τσαγανέα);
Ο Κακός Δρόμος ήταν μια φιλόδοξη και πανάκριβη παραγωγή, που προοριζόταν για διεθνή καριέρα. Η αποτυχία συνεπώς ήταν παταγώδης. Έπαιξε μεγάλο ρόλο ότι θεωρήθηκε πολύ τολμηρή με τα τότε δεδομένα. Κάτι που τρόμαξε και απομάκρυνε το κοινό, από Κωνσταντινούπολη σε Αθήνα κι από Κάιρο ως την Νέα Υόρκη – όπου δηλαδή κι αν παίχτηκε η ταινία. Η λογοκρισία ήταν πραγματικά μεγάλης έκτασης και αλλοίωσε σημαντικά το τελικό αποτέλεσμα.
Και υπάρχουν κι άλλα, αρκετά. Μοιάζει ατέλειωτος ο κατάλογος των εκπλήξεων που αφορούν την εν λόγω ταινία. Πατώντας play στο παρακάτω βίντεο που επιμελείται ο Ανδρόνικος Τζιβλέρης και ανέβασε στο κανάλι του στο YouTube Kastalia, θα διαπιστώσεις ακριβώς γιατί παίρνει τον χαρακτηρισμό «καταραμένη»: