Μία από τις πλέον αγαπημένες ελληνικές ταινίες του εγχώριου κινηματογράφου, με την σκηνοθετική υπογραφή του Γιάννη Δαλιανίδη και παράλληλα η πρώτη έγχρωμη στη χώρα μας που γυρίστηκε με την τεχνική του σινεμασκόπ (προβολή σε ευρεία εικόνα). Ένα μιούζικαλ που ποτέ δεν το βαριέσαι, όσες φορές και να το δεις. Έχει αυτό το «κάτι» που το ξεχωρίζει από το μέσο όρο. Αυτό το… «Κάτι να καίει»!
Προφανώς και η ταινία είναι γεμάτη μουσικοχορευτικά καρέ, ήταν στο job description! Να για παράδειγμα υπάρχει μια σκηνή που οι Κώστας Βουτσάς, Μάρθα Καραγιάννη και Τόλης Βοσκόπουλος χορεύουν πάνω στον Λευκό Πύργο, στη Θεσσαλονίκη. Μίας μέρα δουλειά χρειάστηκε για να ανεβούν οι μηχανές, με τροχαλίες πάνω στην κορυφή του μνημείου, το συνεργείο ταλαιπωρήθηκε ιδιαίτερα καθώς ήταν και λεπτοδουλειά, πολλά πράγματα θα μπορούσαν να είχαν πάει στραβά.
Ωστόσο, η σκηνή που έμεινε περισσότερο στη μνήμη όλων των συντελεστών ήταν άλλη. Και δεν ήταν για καλό. Αναφερόμαστε στην χορογραφία στο τέλος, όταν και κάνουν πέρασμα από την οθόνη όλοι οι πρωταγωνιστές. Ήταν μια πολύ δύσκολη και απαιτητική λήψη, αφού απαιτούσε τέλειο συγχρονισμό από τους πάντες. Ήταν που ήταν ζόρικο από μόνο του έγινε περισσότερο λόγω των συνθηκών. Εξηγούμαστε: Το στούντιο δεν είχε air condition και η ζέστη εκεί μέσα ήταν – με μία λέξη – εφιαλτική. Οι ηθοποιοί υπέφεραν. «Έσταζαν», ιδρώνοντας συνεχώς. Τόσο πολύ ώστε χρειάστηκε συνολικά αλλάξουν ρούχα τρεις φορές μέσα σε μία μέρα προκειμένου να μην γράφει άσχημα στο φακό. Θέλει θυσίες η τέχνη, γνωστό είναι αυτό…
Το «Κάτι να καίει», παραγωγής 1963, το ξέρουμε ως την ταινία που έκανε σταρ τη Ρένα Βλαχοπούλου, που μας σύστησε την Έλενα Ναθαναήλ (σε ηλικία μόλις 16 ετών) και ακούσαμε πρώτη φορά το «Φσσστ Μπόινγκ» του Κώστα Βουτσά. Σου βγάζει ένα feel good, μια καλοκαιρινή ανεμελιά όσο το βλέπεις. Δεν ήταν πάντως ακριβώς «περνάμε τέλεια στα γυρίσματα και αυτό βγαίνει προς τα έξω» η φάση, τουλάχιστον όχι για αυτή τη σκηνή που μόλις περιγράψαμε…
Βέβαια, άξιζε η ταλαιπωρία. Το «Κάτι να καίει» άρεσε εξ αρχής στον κόσμο, αλλά και στους κριτικούς, όπως για παράδειγμα στην έχουσα τη φήμη της «δύσκολης» στο να πει καλά λόγια Ροζίτα Σώκου που έγραψε τότε στην Καθημερινή: «Με ευχάριστη έκπληξη χαιρετίζει αυτή η στήλη την πρώτη αληθινή επιτυχία του Γιάννη Δαλιανίδη, ένα έγχρωμο μουσικοχορευτικό φιλμ με δροσιά και χιούμορ, με ρυθμό και ευγένεια. Ελαττώματα που είχαμε σημειώσει στην περυσινή του–εμπορική–επιτυχία “Μερικοί το προτιμούν…”, η άσχετη δηλαδή ανάμιξις επιθεωρησιακών κομματιών, εδώ έχει λείψει. Τα μουσικοχορευτικά νούμερα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με την πλοκή και το μοντάζ πρώτης τάξεως. Ούτε μια καθυστέρησις στην αφήγηση, ούτε μια περιττή σκηνή, εκθαμβωτική η φωτογραφία του Δημόπουλου, θαύμα το χρώμα, έκτακτοι οι ηθοποιοί με επικεφαλής την Ρένα Βλαχοπούλου, τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον ασύγκριτο Κώστα Βουτσά που ενθουσιάζει τους πάντες. Αλλά και ο Νέγκας και η Μάρθα Καραγιάννη, και η Χλόη Λιάσκου, όλοι είναι σωστοί και συμπαθέστατοι. Η καινούρια αποκάλυψις Έλενα Ναθαναήλ είναι ωραιοτάτη παρά μια σχετική αδεξιότητα των κινήσεων που ελπίζομε να διορθωθή με τον καιρό. Θερμά συγχαρητήρια σε όσους συνεργάσθηκαν στην άρτια αυτή εργασία».
Και βεβαίως, τόσα χρόνια μετά, ακόμα μιλάμε για μια από τις πιο ευχάριστες στο μάτι ελληνικές ταινίες του παλιού (καλού) καιρού. Χρειάστηκε πολύς… ιδρώτας, αλλά άξιζε τον κόπο!