Υπάρχουν κάποιοι που θα σου πουν πως το σινεμά είναι ψυχαγωγία. Κάτι σαν μια βόλτα σε λούνα παρκ ή σε μια συναυλία. Και αναμφισβήτητα είναι ΚΑΙ αυτό. Ακόμα και όταν έχουμε να κάνουμε με βαριά και σκοτεινά είδη σινεμά όπως τα τρόμου ή τα θρίλερ. Υπάρχει όμως και το σινεμά που δεν είναι ακριβώς ψυχαγωγικό. Ή που τέλος πάντων αντιλαμβάνεται την έννοια της ψυχαγωγίας με όρους όχι ακριβώς κυρίαρχους. Είναι το σινεμά το ψυχολογικό, αυτό που σκάβει μέσα σου. Που σε ωθεί στην αντιφατική απόλαυση να… απολαμβάνεις κάτι που αντικειμενικά είναι κομματάκι δυσάρεστο.
Μετρ αυτού του σινεμά είναι ο μεγάλος Μάρτιν Σκορτσέζε και μια τέτοια ταινία είναι το «Ακρωτήρι του Φόβου» που φέρει τη σκηνοθετική του υπογραφή από το μακρινό 1991, σε μια περίοδο που ο Ιταλοαμερικανός σκηνοθέτης βρίσκεται στις καλύτερες εποχές του (οκ, μετά τα 70s…) και χρησιμοποιεί σχεδόν εμμονικά τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στις ταινίες του. Ένα φιλμ που αν και μεταμφιέζεται σε τυπικό θρίλερ εκδίκησης, λειτουργεί επί της ουσίας ως υπαρξιακό δοκίμιο πάνω στη συνείδηση, την ενοχή και την τιμωρία.

Ο Σκορτσέζε, σταθερός εξερευνητής της αμαρτίας και της θείας κρίσης σε όλη τη φιλμογραφία του, από τα θρυλικά «Κακόφημοι Δρόμοι» και «Ο Ταξιτζής» μέχρι τα πιο πρόσφατα «Σιωπή» και «Ο Ιρλανδός», χρησιμοποιεί εδώ ως όχημα ένα pulp remake (η πρωτότυπη ταινία του ’62 είναι επίσης σημαντική αλλά όχι τόσο δυνατή όσο η εκδοχή του Σκορτσέζε) για να αναμοχλεύσει το πιο σταθερό μοτίβο του: την καθολική ενοχή. Μια ενοχή που δεν χρειάζεται ντε και καλά κάποιον «τιμωρό» για να ενεργοποιηθεί: είναι ήδη ενεργή μέσα στον καθωσπρέπει ήρωα του, έτοιμη να εκραγεί με το πρώτο εξωτερικό ερέθισμα.
Ο Νικ Νόλτε υποδύεται έναν οικογενειάρχη δικηόρο που είναι η επιτομή του επιτυχημένου μεσοαστού σε όλες τις εκδοχές του: πετυχημένος και ως επαγγελματίας και ως πατέρας και ως σύζυγος. Τουλάχιστον φαινομενικά. Διότι εντός του κουβαλάς μικρές, καλά κρυμμένες αποκλίσεις από τον ηθικό του κώδικα: μια νομική παρατυπία, ένα φλερτ με την απιστία, μια διαρκής προσπάθεια να παραμείνει «εντάξει» στα μάτια των άλλων. Στον αντίποδα βρίσκεται ένας πρόσφατα αποφυλακισμένος άγριος τύπος, τον οποίο ενσαρκώνει καθηλωτικά ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ένας τύπος έρχεται σαν φάντασμα αυτής της ενοχής, σαν εξωτερικευμένος μηχανισμός θεϊκής τιμωρίας στην ζωή του δικηγοράκου μας. Μπορεί να βγει από τη ζωή του, μπορεί ακόμα και να ηττηθεί σωματικά, αλλά δεν μπορεί να εξαφανιστεί ως ιδέα: σαν τυπικός καθολικός, ο Σκορτσέζε μας φωνάζει πως φόβος του Θεού, παραμένει εδώ, ανάμεσά μας.
Ο «κακός» ετούτης της ταινίας δεν είναι απλώς ένας καταδιώκτης. Είναι ένας μεταφυσικός εισβολέας. Ένα τέρας που δεν επινοεί, αλλά αποκαλύπτει την εσωτερική σύγκρουση του χαρακτήρα του Νικ Νόλτε. Και εκεί ακριβώς κρύβεται η δύναμη της ταινίας: όχι στον τρόμο της απειλής, αλλά στο αναπόδραστο της ενοχής. Η οικογένεια μπορεί να σωθεί, προσωρινά. Ο πατέρας μπορεί να νικήσει, εξωτερικά. Όμως το τραύμα της ευθύνης, του ψέματος, της ηθικής παραίτησης, θα παραμείνει. Όχι απλώς ως ανάμνηση, αλλά ως μόνιμη παρουσία στον οικογενειακό ψυχισμό.
Αυτό ακριβώς κάνουν άλλωστε τα σημαντικά θρίλερ: δεν εφευρίσκουν φόβους, τους αποκαλύπτουν. Παίρνουν καθημερινούς, ανεπαίσθητους φόβους και τους ενσαρκώνουν μέσα από ακραίες, μη καθημερινές ιστορίες. Μας δείχνουν πως το «τέρας» δεν είναι απ’ έξω, αλλά μέσα μας. Και πως όσο κι αν νομίζουμε ότι μπορούμε να το εξορίσουμε, εκείνο γνωρίζει πάντα τον δρόμο της επιστροφής.
Το Ακρωτήρι του Φόβου δεν είναι απλώς μια σπουδαία ταινία. Είναι ένα σπουδαίο δείγμα κινηματογραφικής ψυχανάλυσης από έναν δημιουργό που γι’ αυτές ακριβώς τις ικανότητές του θα μείνει για πάντα στην ιστορία του σινεμά. Ένα φιλμ που λειτουργεί ταυτόχρονα ως θρίλερ, ως ηθικό δοκίμιο και ως διαχρονική αλληγορία για το πόσο εύκολα η τάξη μπορεί να μετατραπεί σε χάος όταν τα θεμέλια της είναι χτισμένα στην υποκρισία.
Μόλις ανέβηκε στο Netflix και είναι η ιδανική ευκαιρία να τη (ξανα)δείτε. Και όχι απλώς για να τρομάξετε…
