Συμβαίνει ένα μάλλον ασυνήθιστο πράγμα με το Wayward (Στον Ίσιο Δρόμο). Ενώ είναι το νέο παγκόσμιο trend του Netflix, ενώ ο κόσμος το βλέπει φανατικά, θα βρεις πολλούς που του τα χώνουν, που το θάβουν. Φαίνεται και από το μόλις 5,9 στο IMDb. Τόσο μέτριο είναι; Όχι δα. Έχουμε δει πολύ χειρότερα πράγματα στην πλατφόρμα, μια βαθμολογία κοντά στο «7» θα ήταν πολύ πιο fair, κατά τη γνώμη μας. Απλά η σειρά (τολμάει και) καταπιάνεται με θέματα που κάνουν τζιζ κάτι που πολώνει, ειδικά σε μια ταραγμένη εποχή όπως η τρέχουσα και δημιουργεί haters με το «γεια σας». Επίσης, το φινάλε δίνει σαφές πάτημα για 2η σεζόν, χωρίς πάντως να υπάρχει κάτι στέρεο τέτοιο ως προοπτική και με δεδομένο ότι μένουν πολλά κομβικά σημεία της πλοκής δίχως απάντηση, όσο να το πεις, αυτό ξενερώνει.
Τι εννοούμε με το «τζιζ»; Αρχικά το ότι στον κεντρικό πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκουμε το Καναδό non binary, Μέι Μάρτιν. Εδώ υποδύεται τον Άλεξ, έναν τρανς αστυνομικό που μαζί με την έγκυο σύζυγό του αφήνουν το Ντιτρόιτ, όπου εξ αρχής μαθαίνουμε πως συνέβη κάτι κακό, για να πάνε στη γενέτειρα της γυναίκας, να βρουν ένα «ήρεμο και γαλήνιο περιβάλλον» – spoiler ή όχι, μόνο τέτοιο δεν (θα) είναι. Πολύς κόσμος το έχει πάρει στραβά όλο αυτό το θέμα με το non binary και τα συναφή, κατηγορούν το Netflix για wokίλα και πάει λέγοντας. ‘Η μάλλον ΔΕΝ πάει, αφού βάζει στη συζήτηση κάτι εντελώς άσχετο με τη σειρά, που κανονικά δεν θα έπρεπε να επηρεάζει κανέναν για το πώς κρίνει ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.

Κι αφού το «λύσαμε» αυτό, πάμε παρακάτω. Από τις πρώτα του κιόλας λεπτά το Wayward, που χρονικά μας γυρίζει πίσω στο 2003, στο θέτει ωμά και ξεκάθαρα: Θα σου μιλήσει για το «πρόβλημα της εφηβείας». Ναι, με αυτά τα λόγια. Όχι για «τα προβλήματα της εφηβείας». Γίνεται σαφές δηλαδή ότι αυτή η τόσο κρίσιμη και ασύγκριτη περίοδος της ζωής ενός ανθρώπου αντιμετωπίζεται σαν ασθένεια που απαιτεί ίαση με κάθε τρόπο. Και να τι συμβαίνει σε αυτή την φαινομενικά ειδυλλιακή μικρή πόλη πέριξ του Βερμόντ. Μαθητές με παραβατική συμπεριφορά στέλνονται εσώκλειστοι σε ένα Ίδρυμα, την Ακαδημία Tall Pines, προκειμένου να συνετιστούν.
Μόνο που αυτά που συμβαίνουν εκεί ελάχιστα σχέση έχουν με σχολείο, με εκπαίδευση. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιου είδους θεραπευτήριο, αλλά με «τρελάδικο» στα όρια της Σέχτας. Κάτι που παρακολουθούμε μέσα από διάφορες παράλληλες ιστορίες που διακλαδώνονται μεταξύ τους. Πρώτα του Άλεξ, που έρχεται στην πόλη που του λένε πως «δεν συμβαίνει ποτέ τίποτα» και μετά από λίγο βλέπει έναν νεαρό, σε αλλόφρονα κατάσταση, να πέφτει πάνω του και να παρακαλάει για βοήθεια, καθώς έχει μόλις δραπετεύσει από το Ίδρυμα.

Κι ύστερα, μέσα από την ιστορία δύο κοριτσιών από το Τορόντο, της Λέιλα και της Άμπι, που έχουν τη φιλία τους ως μοναδικό στήριγμα σε μία κοινωνία που νιώθουν πως δεν ανήκουν για εντελώς διαφορετικούς λόγους η καθεμία. Μέχρι που η Άμπι στέλνεται βίαια και απότομα στην Ακαδημία από τους γονείς της, για να γλιτώσει από την «κακή επιρροή». Έλα όμως που η κολλητή της τραγουδάει κάτι σαν «μόνη ξανά δεν θα σ’ αφήσω» και σπεύδει to the rescue με άθλιο πάντως πλάνο…
Τα είπαμε όλα τα βασικά για το τρέχον Νο2 του Netfix; Όχι ξεχάσαμε ίσως το… πιο βασικό. Την υπέροχη Τόνι Κολέτ. Η πάλαι ποτέ μαμά στην θρυλική Έκτη Αίσθηση παραδίδει (ακόμη) ένα masterclass παίζοντας την αλλόκοτη διευθύντρια της Ακαδημίας, Έβελιν Γουέιντ. Ένα βλέμμα της και μόνο αρκεί για να σου παγώσει το αίμα. Είναι σαν σε υπνωτίζει. Ή μήπως όντως το κάνει; Γιατί ακόμα και χρόνια μετά, διατηρεί ακέραια την επιρροή της στους άλλοτε μαθητές της Ακαδημίας. Τέτοια ήταν και η σύζυγος του Άλεξ και αυτό είναι ένα από τα πρώτα μεγάλα plot twist που μας σερβίρει η σειρά του Netflix.
Κοιτώντας το σφαιρικά, το μείον του Wayward, που του έχει κοστίσει επίσης πολύ στο πώς το προσεγγίζουν κοινό και κριτικοί, είναι η πρεμούρα του να ενώσει πολλά πράγματα μέσα στα 8 επεισόδια που κρατάει. Έχουμε εφηβικό δράμα, έχουμε μυστήριο, έχουμε στοιχεία μαύρης κωμωδίας για να «σπάει», παίζει και στα όρια του θρίλερ ενίοτε. Προκύπτουν επίσης πολλές σεναριακές τρύπες χάριν ευκολίας.
Πάντως αν το ξεκινήσεις, θα το πας σχεδόν σίγουρα μέχρι τέλους. Κρατάει καλό ρυθμό, έχει «δεθεί» αρκετά γερά ως σύνολο. Επίσης, η επιλογή του 2003 ως χρόνου τέλεσης των γεγονότων λειτουργεί έξυπνα αφού ξυπνάει ταύτιση και στους 40άρηδες του σήμερα, που ταξιδεύουν στη δική τους εφηβεία ή στα πέριξ αυτής. Οι νυν teenagers προφανώς και μία χαρά βρίσκουν στοιχεία να πιαστούν, τα βασικά «γύρω-γύρω» άλλωστε της ηλικίας είναι διαχρονικά. Smells like teen spirit συνεπώς, σε μυστηριακό φόντο και «μεγάλους» που νομίζουν πως έχουν τη λύση, αλλά είναι το πρόβλημα. Σου κάνει ως concept; Netflix για τα περαιτέρω, τότε.
