Το Netflix έχει μπει σε φουλ χριστουγεννιάτικο mode, αλλά το πολύ το… jingle bells το βαριέται και ο Άι Βασίλης (μια παροιμία που δεν υπάρχει, αλλά καταθέτουμε επίσημη πρόταση να υπάρξει). Μπορεί να θες ένα θριλεράκι εσύ για να χαλαρώσεις, ενώ δίπλα από την τηλεόραση αναβοσβήνουν τα λαμπιόνια του δέντρου, ποιος μπορεί να σε κρίνει; Γούστα είναι αυτά. Κι αν είναι αυτή η φάση σου, εδώ είμαστε, με πρόταση…
Ήταν πρωτότυπο, ήταν δημιουργικό. «Έσκασε» με φόρα στα κινηματογραφικά πράγματα, κέρδισε καρδιές και εντυπώσεις. Το A Quiet Place, του 2018, συνιστά ένα από τα πιο ενδιαφέροντα horror της τελευταίας 10ετίας. Πήρε υποψηφιότητες στα Όσκαρ και ανέβασε κατακόρυφα τις μετοχές του Τζον Κραζίνσκι ως δημιουργού. Η ιστορία, ήταν εξ αρχής φανερό, είχε πολύ potential για «ακόμα». To part 2 βγήκε 2 χρόνια μετά, αλλά «έσκασε» στο φουλ της καραντίνας λόγω κορονοϊού και κάπως ξεχάστηκε.
Το franchise είχε κι άλλο να δώσει. Και δεν λέμε (ακόμα) για το part 3 που ετοιμάζεται (το 2027 θα βγει, σύμφωνα με τον προγραμματισμό). Αλλά για το prequel, ήτοι το A Quiet Place: Day One.

Το οποίο καταπώς εξ αρχής μας κάνει «ξήγα», μας γυρίζει στη “day one”, στο πώς δηλαδή έγινε ό,τι έγινε. Πώς φτάσαμε δηλαδή σε αυτήν την εξωγήινη εισβολή στη Γη, με τέρατα που κατασπαράζουν σε χρόνο dt οτιδήποτε κάνει ήχο. Μην κάνεις κιχ…
Εδώ ο Κραζίνσκι κάνει λίγο στην άκρη, κρατώντας μόνο ρόλο παραγωγού. Στη σκηνοθεσία βρίσκουμε τον Μάικλ Σαρνόσκι, που έχει κάνει και το πολύ ενδιαφέρον Pig με τον Νίκολας Κέιτζ παρεμπιπτόντως. Τι έχουμε εδώ;
Όχι κάτι καινούριο. Θα ήταν too much άλλωστε να ζητήσουμε κάτι τέτοιο. Το στοιχείο του αιφνιδιασμού το πήρε όλο δικό της η πρώτη ταινία. Όμως παραμένει μια αρκετά αξιόλογη προσπάθεια, ένα γνήσιο fun to watch αν είσαι λάτρης του είδους.
Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι μία νεαρή κοπέλα, η Σαμ (φοβερή η Λουπίτα Νιόνγκο, που την υποδύεται). Είναι άρρωστη σε σημείο μη αναστρέψιμο και όταν γίνεται η εισβολή, μέσα στην απόλυτη φρίκη και στο χάος, αποφασίζει να μαζέψει όση δύναμη έχει, και απλώς να πάει στο Χάρλεμ, για να φάει πίτσα σε ένα μαγαζί που πήγαινε κάποτε με τον πατέρα της, πλημμυρίζοντας από ευτυχία.
Σε αυτήν την απέλπιδα (κυριολεκτικά) προσπάθεια, θα έχει μαζί της, παράταιρους συνοδοιπόρους, έναν τρομαγμένο τύπο που ψάχνει κάπου για να πιαστεί (Τζόζεφ Κουίν, ο Έντι του Stranger Things) και το γάτο της, τον Φρόντο.

Κι όλα αυτά ενώ η δράση τοποθετείται στη Νέα Υόρκη. Διόλου τυχαία μια από τις πλέον πολύβουες πόλεις του κόσμου. Ο συμβολισμός, δια της αντίθεσης, είναι προφανής. Ο τρόπος δε, που γίνεται το introduction των τεράτων επί της οθόνης είναι ακριβώς αυτό που θέλουμε από το horror μας.
Ατμόσφαιρα, ένταση, αγωνία, όλα είναι στις δόσεις που πρέπει. Σιωπή και θόρυβος εναλλάξ, σε ένα σύνολο που βρίσκει ισορροπίες και σε κρατάει εκεί, 100 λεπτά μαζί του. Κι όλα αυτά, ενώ παραλλήλως περισσεύει χώρος για να γίνει η ταινία κάτι πολύ πιο βαθύ από το «πετάγομαι από τη θέση μου», κάνοντάς μας να νιώσουμε τα συναισθήματα και να καταλάβουμε τις σκέψεις των ηρώων…
