Quarry: Γιατί η τεξανή προφορά είναι το νέο must στο τηλεοπτικό τοπίο των ΗΠΑ

Βάλε έναν ωραίο τύπο με μουστάκα και τεξανή προφορά και έχεις τη μαγιά για μια επιτυχημένη σειρά.

Δεν ξέρω αν φταίει που το Τέξας ήταν μια από τις βασικές πολιτείες της electoral νίκης του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά η κλιντιστγουντική «έχω επιβιώσει από 7 εγκεφαλικά» προφορά είναι το νέο wave στο τηλεοπτικό τοπίο. Πέρσι τέτοια εποχή ήταν το Preacher, τον περασμένο Σεπτέμβρη το Westworld και τώρα το Quarry. Αν και είμαι βέβαιος ότι έχω ξεχάσει να αναφέρω ακόμα δύο περιπτώσεις. Α,ναι είχαμε και το Hell or High Water με τον ακραιφνή νότιο Τζεφ Μπρίτζες.

Αναφέρομαι φυσικά σε αυτή την στροφή προς το τεξανό και πιο «νοτιοκεντρικές πολιτείες των ΗΠΑ» στοιχείο. Όχι μόνο στην προφορά των ηθοποιών – αληθινή ή προσποιητή – αλλά και στα τοπία. Στην ίδια την ιστορία, η οποία αφορά βιώματα των ανθρώπων του Αρκάνσας, της Αριζόνα, του Τέξας, της Οκλαχόμα, του Τένεσι.

Σε αυτό το τελευταίο και πιο συγκεκριμένα στο Μέμφις είναι που εκτυλίσσεται η υπόθεση του Quarry, της σειράς που δημιούργησαν οι Γκράχαμ Γκόρντι και Μάικλ Φούλερ. Εκεί, ο απόστρατος Μακ Κονγουέι (Λόγκαν Μάρσαλ-Γκριν) επιστρέφει μετά από μερικά χρόνια στο Ιράκ και προσπαθεί να κάνει το πιο δύσκολο κομμάτι για έναν στρατιώτη. Να επαναφέρει τον εαυτό του στις συνθήκες της κανονικής ζωής. Να αφαιρέσει την διαρκή ετοιμότητα, την επαγρύπνηση, τον φόβο, την κατάργηση του ίδιας του της υπόστασης. Να γίνει ξανά ένας μέσος άνθρωπος.

Αυτό σημαίνει ψυχολογική ισορροπία, εναπόθεση των αναμνήσεων κάπου βαθιά, ώστε να μην είναι εύκολα προσπελάσιμες, αλλά σημαίνει και πιο πρακτικά ζητήματα. Επιβίωση. Διαχείριση σχέσεων.

Ο Μακ έχει να αντιμετωπίσει όλα αυτά όντας σε πολύ πιο δύσκολη θέση. Μια πράξη του στο πεδίο της μάχης με πολύ αποτρόπαιο περιεχόμενο έγινε γνωστή στους δημοσιογράφους και όταν γυρίζει στέκεται απέναντι στα επικριτικά βλέμματα. Τον λοιδωρούν, τον αποφεύγουν, τον κοιτάζουν σαν βδέλυγμα. Δεν μπορεί να βρει δουλειά για να επανέλθει σε κανονικούς ρυθμούς, ο πατέρας του ντρέπεται να τον δεχτεί στο σπίτι του και ο Μακ αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι το πεδίο του πολέμου τον γέμισε με πράγματα αβάσταχτα μεν, όμως του έδωσαν τις πιο έντονες βιώσεις. Πριν προλάβει να κυλήσει στις μανιέρες ενός στρατιώτη, μπλέκει με κάτι περίεργους τύπους, βλέπει τον φίλο του που μοιράστηκαν το ανάχωμα να πεθαίνει από μια σφαίρα και το ειρηνικό ντόπιο καταρρέει, ενόσω το φιλοπολεμικό αλλοδαπό στέκεται όρθιο.

Στο Μέμφις δεν έχει το πάνω χέρι επειδή κρατάει ένα πολυβόλο. Του δίνεται ένα όπλο, αλλά δε του δίνονται επιλογές. Είναι αναγκασμένος να υπακούσει και να κάνει την βρώμικη δουλειά. Να σκοτώσει, για να βγάλει τα προς το ζην. Όταν μπλέκεις με τα σκατά και δεν είσαι μόνος, τότε πάντοτε θα εναπόκεισαι σε άλλους παράγοντες. Κι αυτό γιατί ο Μακ έχει μια γυναίκα, την Τζόνι (Τζόντι Μπαλφούρ). Μια γυναίκα που μαθαίνει ότι τον απατούσε για το δεύτερο διάστημα της θητείας του. Δε γίνεται να μην την αγαπάει και ο εκβιαστής εχθρός δεν έχει κανένα πρόβλημα να το εκμεταλλευτεί, να απειλήσει, να την απαγάγει και όλα τα συναφή.

Οι δυο τους θα παραμείνουν ενωμένοι και θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν όσα τους οδήγησαν στη ρήξη. Ταυτόχρονα με την υπερνίκηση των εσωτερικών τους δαιμόνων. Ένα μέρος που ο έξω άλλος δεν μπορεί να κάνει τίποτα.

Κάπου εκεί, σε ένα σημείο που αντιλαμβάνεται ότι δεν ξέρει τι βλέπει όταν αντικρύζει τον εαυτό του, θα μάθει ένα σκληρό μάθημα. Αυτό που ήταν δεν θα ξαναγυρίσει. Ό,τι έγινε στον πόλεμο, τον έκανε κάτι άλλο. Και παρόλο που το άλλο είναι χρήσιμο για κάποιους, για τον ίδιο είναι κάτι που δεν ξέρει πως να το αλλάξει. Κοινώς, βλέπει σιγά σιγά ότι δεν δύναται να ξεφύγει από αυτά που τον όρισε η θητεία του.

Το Quarry δεν υπεισέρχεται σε uber σκηνοθετικές τεχνικές ή μια σεναριακή πολυπλοκότητα που θα την ανεβάσει επίπεδο. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν στέκεται σε υψηλό σημείο. Το καταφέρνει όμως με διαφορετικά εργαλεία. Πρώτα και κύρια την τόσο απλή δομή των χαρακτήρων. Το ζήτημα της επανένταξης ενός στρατιώτη είναι αρκετά παιγμένο σε σινεμά και τηλεόραση τα τελευταία χρόνια. Ο τρόπος που δίνεται επίσης είναι κλισέ στο άκουσμα. Αλλά ποιος είπε ότι το κλισέ παύει να γοητεύει; Όχι. Το Quarry είναι από τις περιπτώσεις που αν και κλισέ, έχουν κάτι το ιδιαίτερο που σε κρατάει. Ίσως να μην μπορέσεις να το συγκεκριμενοποιήσεις, να το ονοματίσεις. Αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Ο Λόγκαν Μάρσαλ-Γκριν και η Τζόντι Μπαλφούρ διαθέτουν ορισμένα στοιχεία που συμβάλλουν κι αντιπαραβάλλουν στη δυναμική της σειράς.

Γλυκιά ωμότητα απέναντι σε μια ωμή αδυναμία. Ισχυρό κάλυμμα απέναντι σε μια επιδερμική αδυναμία. Τολμηρό βλέμμα δίπλα σε βαθιά και τρομαγμένα μάτια. Και μερικά ακόμη που αξίζει να τα ανακαλύψεις μόνος σου!