Σε μια τηλεοπτική εποχή που το πιο εύκολο πράγμα είναι να κάνεις μια πολύ καλή σειρά, το ζητούμενο είναι να βρίσκεις τον τρόπο να προσφέρεις κάτι που να ξεχωρίζει. Εννοώ σε επίπεδο εσωτερικής διαφοράς της εκάστοτε σειράς. Όχι μόνο η μετάβαση από τη μια σεζόν στην άλλη, αλλά κι από επεισόδιο σε επεισόδιο. Για να πετύχεις ένα αποτέλεσμα που θα έχει κάτι να προσθέσει χρειάζεται πάντα να κοιτάζεις μεθοδικά τι έχει ήδη περάσει. Να πατήσεις πάνω στο πριν. Να το ακυρώσεις. Να το τεντώσεις, να το συμπιέσεις, να το απεκδύσεις. Κάθε του πλευρά. Το δεύτερο μέρος του The Get Down δείχνει ότι ο Μπαζ Λούρμαν γνωρίζει πως περπατά κανείς πάνω σε δεδομένα, πεπατημένες και άβατα.
Ο Ζικ και οι Get Down Brothers έχουν μπει στο μονοπάτι που πάντα ονειρευόντουσαν. Ο πρώτος να υπηρετεί τη μουσική με την ποιητικότητα των στίχων του. Εννοείται στον βωμό της αναδυόμενης χιπ χοπ. Οι υπόλοιποι να βγάλουν χρήμα και να υπερκαλύψουν την παιδική εφηβεία τους με το μεγάλωμα που φέρνουν η δόξα και το χρήμα. Η Μαϊλίν με τη σειρά της βαδίζει στον εγκατεστημένο δρόμο της επιτυχημένης ντίσκο που κανείς δεν τολμάει να αμφισβητήσει.
Μόνο που τα ροδοπέταλα δεν φτιάχτηκαν για τους ανθρώπους. Φτιάχτηκαν για τις καρικατούρες στα παραμύθια. Ο Ζικ προσπαθεί με νύχια και με δόντια να μείνει αυτός που είναι σε ένα κομμάτι που δύσκολα δεν χαλάς. Εκείνος καταφέρνει να πετύχει την αλλαγή.
Καταφέρνει να εμφυσήσει την πίστη του στο υπόλοιπο κρου. Ο Σαολίν και ο Μπου που έχουν μπλέξει με το εμπόριο ναρκωτικών αντιδρούν με επιθετικότητα στην σταθερότητα του Ζικ. Στο τέλος νιώθουν τη φλόγα που τον διακατέχει και κάνουν την επανάσταση απέναντι στους εαυτούς τους πρωτίστως. Μετά στην Fat Annie και τον γιο της Κάντιλακ που είναι σταυροφόρος της ντίσκο.
Ο Ζικ παράλληλα παρατάει την θεία του, την πρακτική του σε μια μεγάλη εταιρεία και την ευκαιρία να φοιτήσει στο Yale. Όλα για τη μουσική. Ο ίδιος είναι η επιτομή της αισιοδοξίας και της εγκόλπωσης του μουσικού espiritu santo. Η Μαϊλίν δεν μπορεί να σταθεί μόνη της το ίδιο επάξια. Με την έννοια ότι έχει ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια να αντιμετωπίσει. Τον πάστορα πατέρα της που θέλει να μείνει στο εκκλησιαστικό πλαίσιο και να χρησιμοποιήσει την κόρη του για την ανάδειξη της εκκλησίας του. Τους παραγωγούς και μάνατζερ που θέλουν να ποντάρουν και σε άλλα στοιχεία της εκτός της φωνής της. Στις φίλες της που τραγουδάνε μαζί, οι οποίες έχουν πιο χαλαρές αντιλήψεις. Στον ίδιο τον Εζεκιέλ που θέλει να ανεβαίνουν τα σκαλιά ταυτόχρονα.
Το part 2 της πρώτης σεζόν του The Get Down ανεβάζει τον δικό του πήχη με ένα core που σηκώνει και κατεδαφίζει τα απωθημένα του θεατή. Με εξαίρεση την κάπως απροσδιόριστη εισαγωγή των κινουμένων σχεδίων σε διάφορα σημεία των επεισοδίων, όλες οι υπόλοιπες επιλογές του Λούρμαν μεταβιβάζουν την αίσθηση σε εκστατικό πεδίο. Πρώτα και κύρια κάνει ακόμα και αυτούς που στέκονται αδιάφορα απέναντι στην χιπ χοπ να παρασύρονται. Να αναγνωρίζουν το δέος που μπορεί να βγάζει ένας στίχος. Όσο αλαζονική κι αν φαίνεται πολλές φορές η αυτοαναφορική επιβράβευση, ο έπαινος με ίδιο πομπό και αποδέκτη.
Πίσω από την χιπ χοπ υψώνονται κοινωνικά υπόβαθρα, συνθήκες ζωής, μια μαύρη επανάσταση. Το ικρίωμα της λευκής καταπάτησης στήνεται με δόξα. Το νότιο Μπρονξ διεκδικεί μια καλύτερη θέση στον χάρτη της μητρόπολης Νέας Υόρκης.
Το break free που αναζητά κάθε χαρακτήρας στη σειρά, φτάνει να παίρνει τις πιο εντυπωσιακές διαστάσεις στο πρόσωπο του Κάντιλακ. Ο υποταγμένος γιος της Fat Annie έχει τάξει την ψυχή του στο χορό και τη μουσική. Τόσα χρόνια είχε καθηλώσει την ψυχή του για χάρη της big mama. Ο Κάντιλακ, η Μαϊλίν, ο Εζέκιελ, ο Ρα Ρα, ο Μπου και περισσότερο ο Σαολίν ξεψαχνίζουν κάθε πιθανότητα ελευθερίας. Από τους ίδιους τους τους εαυτούς. Και για τους ανθρώπους του Μπρονξ, για αυτούς που το έζησαν το 1970 και το 1980, ο εαυτός είναι το ίδιο το έδαφος. Ο τόπος και το σπίτι. «It ain’t real. It’s all fantasies» φωνάζει ο Ζικ στον Σάο στο τέλος. Είναι το σημείο που καταλαβαίνει καλά ότι αν θες να αποτινάξεις το Μπρονξ, δε μπορείς να το κάνεις μέσα από το Μπρονξ. Ίσως ούτε κι έξω από αυτό. Αλλά έξω έχεις τις πιθανότητες με το μέρος σου. Η μεγάλη σκιά της Fat Annie έχει το know how να πλακώνει.
Με τέτοιο δεύτερο μισό το Get Down στέκεται ισότιμα δίπλα στο Atlantic και νικάει τα δεσμά που κράτησαν χαμηλά το Vinyl για παράδειγμα. Η πιτσιρικαρία του συνενώνεται εντυπωσιακά και πέραν του ντουέτου Τζάστις Σμιθ-Χεράιζεν Γουαρδιόλα, ο Τζέιντεν Σμιθ τα καταφέρνει στο μέγιστο βαθμό με την πολυπλοκότητα του σιωπηρού χαρακτήρα του.
«Who coulda knew our cold fate, who coulda knew my soulmate»