Όταν ο Χάρι Έιντζελ (Μίκι Ρουρκ) συνάντησε τον Λούις Σάιφερ (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) δεν αντιλήφθηκε καν την ειρωνεία. Το επίθετό του σήμαινε «Άγγελος» αλλά το ακόμα πιο παράδοξο είναι ότι το όνομα του Λου Σάιφερ ήταν επί της ουσίας το όνομα του διαβόλου (Λου Σάιφερ = Λούσιφερ = Διάβολος). Ο Έιντζελ ήταν ιδιωτικός ντετέκτιβ. Για την ακρίβεια, τυπικός ιδιωτικός ντετέκτιβ μιας νουάρ ιστορίας: Ρεμάλι, φτωχομπινές, λίγο αλκοολικός και λίγο γυναικάς, ικανός στην δουλειά του αλλά τεμπέλης ταυτόχρονα, ο ορισμός αυτών των νουάρ χαρακτήρων που χωρίς να το καταλαβαίνουν μπλέκουν σε μια υπόθεση πολύ μεγαλύτερη από τους ίδιους.
Ο Λου Σάιφερ ήταν ο πελάτης του.
Ένας μυστηριώδης και κυριλέ τύπος, με ένα αριστοκρατικό στυλ παντελώς αναντίστοιχο της χύμα φάσης του Έιντζελ, που προσλάμβανε τον τελευταίο για να βρει τα ίχνη κάποιου που είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς ενώ χρωστούσε λεφτά.
Μια σχετικά απλοϊκή υπόθεση που όμως αποκτούσε επιπλέον ενδιαφέρον λόγω της σημειολογίας της. Ο Άλαν Πάρκερ, με τα ονόματα που είχε επιλέξει να δώσει στους χαρακτήρες της ταινίας του, έκλεινε το μάτι στο ήδη ψυλλιασμένο κινηματογραφικό κοινό.
Ο «Διάβολος» προσλαμβάνει τον «Άγγελο» και επί πληρωμή του αναθέτει μια αποστολή. Τα ειρωνικά χαμόγελα που προέκυπταν από αυτή την διαπίστωση αλλά και από την αφέλεια του βασικού πρωταγωνιστή που δεν καταλάβαινε τη φάρσα που στηνόταν μπροστά του (μια φάρσα αδιευκρίνιστη για όλους πάντως…) ήταν το ιδανικό σημείο εκκίνησης για το ξεδίπλωμα μιας από τις πιο ιστορικές ταινίες των ’80s και ενός έργου σταθμού για το είδος των φιλμ νουάρ.
Ο «Δαιμονισμένος Άγγελος» του Άλαν Πάρκερ επανακυκλοφορεί στα θερινά σινεμά της Αθήνας περίπου 30 χρόνια μετά την αρχική του προβολή, τότε που ο Μίκι Ρουρκ (πριν τις πλαστικές) ήταν το νέο ανατέλλoν αστέρι του Χόλιγουντ και ο Ντε Νίρο ένας υποκριτικός ογκόλιθος στην καλύτερη φάση της ζωής του.
Ο «Δαιμονισμένος Άγγελος» λοιπόν στοιχειώνει τα θερινά της Αθήνας και κατά την ταπεινή μου άποψη, πρέπει να τιμηθεί από το σινεφίλ κοινό της πόλης. Διότι όπως και να το κάνουμε, δεν έχει σημασία πόσοι το έχουν δει και πόσες φορές: η εμπειρία της θέασης αυτής της ταινίας στο κινηματογραφικό πανί είναι μια πολύ πιο μυσταγωγική υπόθεση σε σχέση με την θέασή της στην ταπεινή τηλεόραση. Όπως της αξίζει δηλαδή…
Διαδραματιζόμενη στο Χάρλεμ και την Νέα Ορλεάνη της δεκαετίας του ’50 (στοιχείο που από μόνο του προσδίδει ατμόσφαιρα), με ένα εφιαλτικό σάουντρακ να την συνοδεύει, με μια σκηνοθεσία επιβλητική να την καθορίζει και με μια «μαύρη» αίσθηση του χιούμορ στους διαλόγους και τα τεκταινόμενά της να σε μπερδεύει αναφορικά με το αν αυτό ακριβώς το στοιχείο την κάνει πιο τρομακτική ή την ελαφραίνει, η ταινιάρα του Άλαν Πάρκερ δικαίως κερδίζει μια υψηλή θέση σε όλες τις λίστες με τις πιο επιδραστικές ταινίες του 20ου αιώνα. Ακόμα και αν το hype της βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το ύψος που του αναλογεί.
Ο «Δαιμονισμένος Άγγελος» υπήρξε η ταινία που κατασκεύασε εκ νέου το αρχέτυπο του ιδιωτικού ντετέκτιβ, μόνο που αυτή την φορά του προσέθεσε ένα στοιχείο που -πολύ βολικά θα έλεγε κανείς- έλειπε από τα παραδοσιακά νουάρ των ’40s και των ’50s:
Αν κάποτε ο αναίσθητος και οριακά κλισέ αρρενωπός χαρακτήρας του ντετέκτιβ σταδιακά ευαισθητοποιούταν κατά την εξέλιξη του έργου, δείχνοντάς μας πως τελικά πίσω από την κυνική του ψυχοσύνθεση κρύβεται μια καλή καρδιά, εδώ τα πράγματα κυλάνε ανάποδα.
Ο Πάρκερ παραβιάζει και ταυτόχρονα εξελίσσει τους κανόνες του είδους. Τους δίνει ψυχολογική υφή. Πειραματίζεται πάνω τους.
Η σκοτεινή και ασήκωτη ατμόσφαιρα που μας περικλείει, μας ωθεί στο να αντιληφθούμε τον βασικό μας ήρωα ως την μεγάλη εστία λύτρωσης από αυτόν τον εφιάλτη που έχουμε μπλέξει: Αν η δική του η ψυχή γίνει λίγο πιο φωτεινή, τότε μια αχτίδα φωτός θα παραβιάσει το μαύρο και άραχνο σκοτάδι της ταινίας και μια νότα αισιοδοξίας θα σπάσει αυτή την κολασμένη κατάσταση. Μάταια όμως!
Ο Πάρκερ θα μας αγνοήσει σαδιστικά: ο ήρωάς του δεν είναι εδώ για να ξεμπλέξει από το σκοτάδι του, δεν είναι εδώ για να γίνει πιο φωτεινός. Είναι εδώ για να γίνει ακόμα πιο σκοτεινός, για να βυθιστεί στα πιο απόκρυφα σημεία του ίδιου του εαυτού του, δεν δρα για να λυτρωθεί και να μας λυτρώσει, δεν υπάρχει ίχνος αισιοδοξίας που μπορεί να μας προσφέρει. Ακροβατώντας ανάμεσα στο ονειρικό και το ρεαλιστικό, την ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα, ο Χάρι Έιντζελ του Μίκι Ρουρκ γράφει κινηματογραφική ιστορία.
Όσο η πλοκή εξελίσσεται, τα ερωτήματα αυξάνονται αντί να μειώνονται, το ένα παράγει το άλλο, η φαινομενικά απλή υπόθεση θα γίνει ένας λαβύρινθος ερωτημάτων. Όμως αυτό είναι διαχειρίσιμο.
Αντίθετα, είναι άλλο αυτό που σοκάρει το κινηματογραφικό κοινό. Μέσα σε κτίρια με ατμοσφαιρικές σιδερένιες σκάλες και τρομακτικά ασανσέρ που κατεβαίνουν προς υπόγεια σαν να κατευθύνονται στην κόλαση, σε σοκάκια με καπνούς όπου άγνωστα πτώματα κείτονται, εν μέσω τελετών μαύρης μαγείας και μιας «κολασμένης» και ιστορικής σκηνής σεξ, ο «Δαιμονισμένος Άγγελος» κραυγάζει στιγμή με την στιγμή πως καμία λύση κανενός μυστηρίου δεν πρόκειται να διαφοροποιήσει τη μαύρη και άραχνη φυσιογνωμία του.
Το αντίθετο: αυτή είναι εδώ για να καθορίσει την πλοκή και την εξέλιξη και όχι για να εξαφανιστεί όσο αυτές προχωράνε, είναι εδώ για να τις αγκαλιάσει για πάντα, πιο έντονα και πιο βίαια όσο η ταινία φτάνει προς το τέλος της, ολοκληρωτικά όταν πια θα έχουν πέσει οι τίτλοι τέλους: η κάθοδος προς την (προσωπική) κόλαση θα έχει ολοκληρωθεί και ο προορισμός θα είναι μια βασανιστική εμπειρία.
Το αριστούργημα του Άλαν Πάρκερ, το διαστροφικό φιλμ νουάρ του θα μας στοιχειώνει για πάντα.
Και -σαδιστικά- θα το ξαναβλέπουμε με την πρώτη ευκαιρία γιατί ποτέ δεν θα χωνευτεί η τελειότητά του, ποτέ δεν θα το χορτάσουμε. Και πάντα θα υπάρχει ένας μικρός συμβολισμός, μια μικρή ειρωνική λεπτομέρεια που δεν είχαμε παρατηρήσει.
Να πάτε να δείτε τον «Δαιμονισμένο Άγγελο» στο σινεμά. Κάντε αυτή την χάρη στον εαυτό σας γιατί ίσως να μην έχετε ξανά την ευκαιρία να τον δείτε σε μεγάλη οθόνη. Άλλωστε, αυτή η παράξενα άσχημη πόλη, η Αθήνα είναι μια νουάρ πόλη.