Έμοιαζε σχεδόν ακατόρθωτο- τόσοι και τόσοι το είχαν προσπαθήσει τις προηγούμενες 6 δεκαετίες και άπαντες έσπαγαν θορυβωδώς τα μούτρα τους στο άυλο πεζοδρόμιο: το να γκρεμίσει κάποιος τον αριστουργηματικό «Πολίτη Κέιν» από την κορυφή του Βρετανικού ινστιτούτου κινηματογράφου στη λίστα με τις κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών έμοιαζε δυσκολότερο κι από το ν’ αποδοθεί μετά θάνατον Νόμπελ Ειρήνης στον Χίτλερ.
Η ταινία του Όρσον Ουέλς αποτελούσε το ιερό δισκοπότηρο του παγκόσμιου κινηματογράφου, που ουδείς ήθελε όχι μόνο να πιει από κει, αλλά ακόμα και να πλησιάσει άλλο «ποτήρι» δίπλα του υπό το φόβο της διαπράξεως ύβρις που τιμωρείται με ανηλεή τίσι.
Ωστόσο, το μόνο που χρειαζόταν όπως αποδείχτηκε, τελικά, για να πέσει ο Κέιν από το υψηλότερο σκαλί του βάθρου, ήταν κάποιον που έπασχε από ίλιγγο: ο Τζον «Σκότι» Φέργκιουσον είναι ένας αστυνομικός ο οποίος έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση λόγω ακροφοβίας και κατάθλιψης.
Όταν, όμως, ένας παλιός του φίλος από το κολλέγιο του ζητάει να παρακολουθήσει τη γυναίκα του- που συμπεριφέρεται περίεργα εσχάτως-, αυτός δέχεται και…
Και αυτά είναι όλα όσα χρειάζεται να ξέρει κανείς πριν δει την ταινία, καθώς τα spoilers στον δαιδαλώδη δρόμο προς την κορύφωση ελλοχεύουν σε κάθε στροφή. Το, γυρισμένο το 1958, “Vertigo” (βασισμένο στο βιβλίο “D’ entre les morts” των Μπουαλώ- Νάρσεζακ) είναι, στα… χαρτιά, μια αστυνομική ταινία μυστηρίου, στην οποία ο θεατής καλείται να καταλάβει τι στο καλό συμβαίνει και αφήνεται έρμαιο, όταν αποτυγχάνει ξανά και ξανά, στις ορέξεις του Χίτσκοκ, που κλείνει περιστασιακά το μάτι με νόημα, αλλά μέχρι τέλους αρνείται ν’ αποκαλύψει τι ακριβώς συμβαίνει.
Όμως, αυτό είναι το προκάλυμμα: ο «Δεσμώτης του Ιλίγγου» αποτελεί μια πραγματεία στο πανί περί της ζωής και του θανάτου, των άκρων στα οποία μπορεί να φτάσει κάποιος λόγω της ψύχωσής του, ενώ φροντίζει να ποτίσει τις πιο κατάλληλες στιγμές το όλο μείγμα με σταγόνες ενός ατόφιου love story.
Ο «Χιτς» διαβαίνει με άνεση τις ατραπούς του φωτός και του σκοταδιού, υφαίνει με εξαίσιο στυλ την ιστορία του, το κάθε τι ντύνεται μ’ ένα σχεδόν εξωπραγματικό τεχνικολόρ, με το dolly zoom να στρεβλώνει την προοπτική και να κάνει τον θεατή «συνένοχο» στην ακροφοβία του ήρωα.
Ο Τζέιμς Στιούαρτ δένει αρμονικά με την Κιμ Νόβακ (στην ερμηνεία της καριέρας της) και η έλλειψη δεύτερων ρόλων καλύπτεται και με το παραπάνω με τις υπέροχες λήψεις του Σαν Φρασίσκο και της κλασικής, πλέον, σκηνής με τη γέφυρα του Γκόλντεν Στέιτ.
Όλ’ αυτά- με την ονειρική σεκάνς (βγαλμένη από τις πιο ψυχεδελικές στιγμές του Νταλί) ν’ αποτελεί ένα οπτικό έπος από μόνη της- οδηγούν στο μεγαλοπρεπές φινάλε, εκεί που ο θάνατος χορεύει αγκαλιά με το αναπόφευκτο της ζωής και σου αφήνει μια μεταλλική γεύση στο στόμα.
Αν επέλεγε να κολυμπήσει κανείς μέσα στα αντικειμενικώς υποκειμενικά νερά της κρίσης, θα κατέτασσε τούτο το διαμάντι δίπλα στο «Ψυχώ», στο νούμερο 1 της λίστας με τα καλύτερα έργα στην καριέρα του θείου «Άλφι».
Μπορεί η αποκαθήλωση του «Πολίτη Κέιν» μετά από 60 ολόκληρα χρόνια από την κορυφή της καλύτερης ταινίας ever να είναι λίγο τραβηγμένη (ή, εν πάση περιπτώσει, να είναι ελαφρώς λάθος, καθώς υπάρχουν οι «Άγριες Φράουλες» του αξεπέραστου Μπέργκμαν), όμως τούτα τα λόγια ίσως και να είναι απόρροια ενός ζαλισμένου γράφοντος που επέστρεψε μετά από καιρό και πάλι στο μαγικό κόσμο του “Vertigo” και το θαύμασε περισσότερο από την πρώτη φορά που το είδε.
Κι από τη δεύτερη.
Κι από την τρίτη.
Ακόμη κι αν φοβάστε τα ύψη, αναρριχηθείτε μέχρι την κορυφή του φιλμικού κόσμου.
Αυτή η θέα δεν ξεχνιέται ποτέ.
Ποτέ.