Μία σακούλα ποπ κορν. Ή, καλύτερα, μία μεγάλη σακούλα ποπ κορν. Όχι, όχι- μία αληθινά μεγάλη σακούλα ποπ κορν. Βασικά, μια γαβάθα ή, ακόμα καλύτερα, έναν κουβά. Και ένα υδραγωγείο γεμάτο κόκα- κόλα.
Ναι, ναι, αυτό είναι: ο καλύτερος τρόπος για να παρακολουθήσεις το «Πολύ σκληρός για να πεθάνει» του Τζον ΜακΤίρναν είναι το να βλέπεις και τα 131 λεπτά της διάρκειάς του με μεγεθυσμένα, από τις εκρήξεις και το ξύλο, μάτια και καταναλώνοντας 8 στρέμματα καλαμποκιού σε μορφή ποπ κορν.
Ένας ντεντέκτιβ της αστυνομίας της Νέας Υόρκης καταφτάνει στο Λος Άντζελες για να τα ξαναβρεί με τη σύζυγό του- με την οποία οι σχέσεις τους εσχάτως είναι πιο ψυχρές κι από τους σταλαγμίτες-, όμως όταν φτάνει στο «Νακατόμι Πλάζα» (το κτήριο που γίνεται το πάρτι της εταιρίας της γυναίκας του) τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο κι από κει στο χείριστο.
Ο Γερμανός τρομοκράτης Χανς Γκρούμπερ (ένας εξαιρετικός Άλαν Ρίκμαν, στον πιο διαλεχτά τυποποιημένο κακό τέτοιας «κοπής») εισβάλει με την ομάδα του στο χώρο και αποφασίζει να δώσει ένα καλό μάθημα στους κακούς αμερικανούς για τη απληστία τους.
Ευτυχώς για τον θεατή, βέβαια, ο Μπρους Γουίλις (στον action-hero ρόλο της καριέρας του) τη στιγμή που οι τρομοκράτες κάνουν κατάληψη στο κτήριο, αυτός έχει πάει για ν’ αλλάξει ρούχα και είναι ο μόνος που γλιτώνει και δεν πιάνεται όμηρος. Και, φυσικά, έχει ακόμα το υπηρεσιακό του περίστροφο…
Η δράση δεν αργεί ν’ αρχίσει και είναι, πράγματι, εξόχως εντυπωσιακή: ο Μακλέιν είναι η προσωποποίηση του κινούμενου θανάτου, καθώς εφαρμόζει στην εντέλεια το σχέδιο «μόνος μου και όλοι σας» ξεκάνοντας με όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους έναν- έναν τους κάκιστους κακούς, μέχρι να καταφέρει, φυσικά, να οδηγήσει την ταινία στο αναμενόμενο happy end.
80s αισθητική στα καλύτερά της, ενδιαφέρον soundtrack, ένα σενάριο που διατηρεί στο ακέραιο το πνεύμα του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε το φιλμ (το “Nothing Lasts Forever” του Ροντρικ Θορπ) και γρήγορη, «σπινταρισμένη» σκηνοθεσία από τον ΜακΤίρναν, ο οποίος καταφέρνει να χωρέσει σε δύο ώρες τις εκρήξεις, τους σκοτωμούς, τους ξυλοδαρμούς και τους πυροβολισμούς όλου του κινηματογραφικού κόσμου.
Το “Die Hard” θεωρείται η κορυφή του παγόβουνου των ταινιών δράσης και όχι άδικα: ουδείς ποτέ βαρέθηκε βλέποντας το πρώτο μέρος της- ξεχειλωμένης, εν συνεχεία- πενταλογίας, ενώ οι διανθισμένες με χιούμορ σκηνές συμπληρώνουν ιδεατά τον ορυμαγδό εκρήξεων.
Όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους και μετά δυσκολίας θα μπορείτε ν’ αναπνεύσετε λόγω του ακαταμάχητου συνδυασμού ποπ κορν/ κόκα-κόλα, ένα μεγάλο χαμόγελο ευχαρίστησης θα έχει καρφιτσωθεί στο πρόσωπό σας.
Το “Die Hard” είναι η χαρά του… τεμπέλη θεατή: μηδενική σκέψη, κανένας προβληματισμός- μόνο απτή, «ξερή» απόλαυση. Ο Μακλέιν τσάκισε αυτά τα καθάρματα ακόμα και με τα γυμνά του χέρια και αυτό, ρε φίλε, είναι αν μη τι άλλο ουάου.
Τούτη η ταινία θα σε ψυχαγωγήσει μέχρι τελευταίου δευτερολέπτου και κάτι τέτοιο, καμιά φορά, είναι που θέλει κανείς από μια ταινία την Κυριακή.
Χαβαλέ. Μπαμ και μπουμ. Ξυλίκι. Τον Μπρους Γουίλις με λευκό φανελάκι να μοιράζει, κατά κυριολεξία, πόνο.
Είναι, ο καριόλης, πολύ σκληρός για να πεθάνει.
Πάρα πολύ σκληρός.