Παλιότερα η μαζικότερη και ακριβότερη βιομηχανία παραγωγής ταινιών του κόσμου, το Χόλιγουντ, είχε την ικανότητα να «γεννάει» δύο ειδών μπλοκμπάστερ. Από την μια υπήρχαν οι ταινίες των «σκεπτόμενων» μπλοκμπαστεράδων -αυτές του Κόπολα, του Κιούμπρικ, του Σκορτσέζε κτλ- και από την άλλη αυτές των πιο «ποπ» μπλοκμπαστεράδων: του Σπίλμπεργκ, του Ζεμέκις, του Λούκας και άλλων.
Ανάμεσα σε αυτά τα δυο διαφορετικά είδη, υπήρχε κάτι που σήμερα δεν υπάρχει: η ποιότητα, το δημιουργικό μεράκι, η λογική πως βλέπουμε μια ταινία και όχι ένα προϊόν. Στο σήμερα, η ίδια η έννοια του μπλοκμπάστερ έχει ταυτιστεί με αυτή της πολυδάπανης ξεπέτας. Υπάρχει μόλις ένας σκηνοθέτης που είναι ταυτόχρονα και μπλοκμπαστεράς και δημιουργός.
Λέγεται Κρίστοφερ Νόλαν.
Ο Νόλαν μοιάζει να είναι «ο τελευταίος μεγάλος δημιουργός μπλοκμπάστερ ταινιών». Οι δημιουργίες του είναι πανάκριβες και πολυδιαφημισμένε,ς αλλά δεν έχουν τα χαρακτηριστικά των υπόλοιπων πανάκριβων και πολυδιαφημισμένων ταινιών της εποχής: το κουμάντο το κάνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης κι όχι τα στούντιο, το σενάριο είναι δουλεμένο και όχι ένα πασάλειμα υπόθεσης ίσα-ίσα για να «βγει» στην οθόνη η ταινία, και η δημιουργική ματιά είναι εκεί για να καθορίσει αυτό που παρακολουθούμε και όχι παντελώς απούσα για να αποκτά ουδετερότητα το φιλμ, ούτως ώστε να αρέσει σε όλους.
Ο Νόλαν έχει φανατικούς οπαδούς και μισιέται… θανάσιμα από άλλους, ωστόσο όλα αυτά κανείς δεν μπορεί να μην τα αναγνωρίσει στις ταινίες του.
Τι είδους εμπορικός σκηνοθέτης είναι ο Νόλαν; Είναι ένας νέος Κιούμπρικ ή μήπως ένας νέος Σπίλμπεργκ; Κάνει μπαμ πως ο ίδιος επιθυμεί να είναι το πρώτο. Ωστόσο, είναι τόσο μεγάλο το κενό που καλύπτει μόνος του στην σημερινή βιομηχανία του Χόλιγουντ που τελικά είναι κάτι ενδιάμεσο. Και αυτό γίνεται κατανοητό σε κάθε δημιουργία του.
Το «Dunkirk», η νέα ταινία του που κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 24 Αυγούστου, δεν αποτελεί εξαίρεση.
Καταρχήν, ας ξεκινήσουμε με τα βασικά: το «Dunkirk» είναι η προσπάθεια του Νόλαν να διανύσει τα απαιτητικά χωράφια του σινεμά (αντι)πολεμικών ταινιών. Το γεγονός ότι κάποια στιγμή θα το επιχειρούσε ήταν παραπάνω από αναμενόμενο. Άλλωστε μοιάζει να ακολουθεί πιστά τα χνάρια του μεγάλου ινδάλματός του, του Κιούμπρικ. Σε όποιο genre έγραψε ιστορία ο τελευταίος θα επιχειρήσει να γράψει και ο Νόλαν, είναι δεδομένο αυτό: πολλοί είναι εκείνοι που μαντεύουν πως η επόμενη ταινία του θα είναι από το είδος του horror.
Φυσικά, αυτό το είδος κινηματογράφου- που ασχολείται, δηλαδή, με πολέμους- έχει μια μεγάλη ιδιαιτερότητα: δεν μπορεί ποτέ να είναι ουδέτερο. Ο ίδιος ο πόλεμος, άλλωστε, ως φαινόμενο υπάρχει για να χωρίζει τους ανθρώπους σε διαφορετικά στρατόπεδα. Ακόμα και η ίδια η ουδετερότητα απέναντι στο εν λόγω φαινόμενο δεν είναι… ουδέτερη στάση, αλλά ξεκάθαρη θέση.
Τι ακριβώς θα βλέπαμε λοιπόν από τον Νόλαν στην παρθενική του προσπάθεια στις «war movies»; Μια υπαρξιστική, ανθρωποκεντρική δημιουργία στην παράδοση του «Αποκάλυψη Τώρα» και του «Full Metal Jacket»; Ή ένα πατριωτικό φιλμ αλα Μελ Γκίμπσον και «Ελαφοκυνηγού»;
Ο Νόλαν δεν δίνει αμέσως την απάντηση. Ξετυλίγει το κουβάρι σιγά-σιγά πριν την δώσει. Αλλά, σαν πιστός μαθητής του Κιούμπρικ, τελικά κάνει το αναμενόμενο: αντί να επικεντρωθεί στα στρατόπεδα ενός πολέμου, επικεντρώνεται στην ανθρώπινη ψυχολογία.
To «Dunkirk» ασχολείται με κάτι που -όπως θα έλεγαν και οι Αμερικάνοι- είναι «bigger than life». Διότι ο πόλεμος είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο και όχι μια ατομική εμπειρία. Οι κοινωνίες τον βιώνουν ως κοινωνίες και όχι ως ξεχωριστά μέλη-άνθρωποι.
Η ανακούφιση κάποιου που γυρίζει από το μέτωπο ασφαλής και η θλίψη μιας οικογένειας που έχει χάσει κάποιον δικό της στον πόλεμο αποτελούν αντικρουόμενες εκδοχές μιας κοινής κατάστασης. Στο τέλος, αυτές οι εκδοχές εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να κάνουν την σούμα για ένα στρατόπεδο.
Είναι η νίκη ή η ήττα που ξεπερνάνε τα μεμονωμένα βιώματα και καθορίζουν σε ένα πιο συνολικό, πιο ώριμο θα έλεγε κανείς (και φυσικά θα έκανε λάθος…), επίπεδο την έκβαση ενός πολέμου. Κι όμως: αυτή η οπτική είναι για όσους έχουν διαλέξει εκ των προτέρων στρατόπεδα. Ο Νόλαν είναι πολύ ευφυής για να πέσει σ’ αυτή την παγίδα…
Τι και αν η ταινία ασχολείται με έναν πόλεμο όπου οι αντίπαλοι (οι ναζί) είναι εύκολο- και κοινά αποδεκτό- να στοχοποιηθούν από τον μέσο θεατή; Ο Νόλαν ασχολείται ελάχιστα μαζί τους- στην πραγματικότητα αποτελούν μια απειλή που δεν την βλέπουμε ποτέ.
Το έτερο στρατόπεδο είναι αυτό που θα αναλυθεί εδώ. Οι Γάλλοι και οι Βρετανοί στρατιώτες που έχουν εγκλωβιστεί στην Δουνκέρκη, μια γαλλική παραλαθάσσια πόλη, είναι ένα εύκολο θήραμα για τους ναζί. Ο Νόλαν θα μπορούσε άνετα να επενδύσει στην δεδομένη απανθρωπιά των τελευταίων και στην επακόλουθη θυματοποίηση των πρώτων και τελικά να κάνει μια ανώδυνη και συγκινητική περιπέτεια. Όμως, διαλέγει τον δύσκολο δρόμο.
Το «Dunkirk» είναι μια ταινία χαρακτήρων. Μια ψυχολογική ταινία. Εδώ ο θάνατος και η ζωή δεν έχουν να κάνουν με την νίκη και την ήττα, αλλά με την επιβίωση ή την μη-επιβίωση.
Τα κίνητρα των χαρακτήρων είναι πιο ταπεινά, πιο ανθρώπινα, πιο ατομικά. Κι όμως: ακριβώς εξαιτίας αυτής της συνθήκης, ακριβώς λόγω αυτών των χαρακτηριστικών, είναι ταυτόχρονα και απόλυτα συλλογικά. Όχι για λόγους πατριωτισμού ή για έναν ανώτερο σκοπό, αλλά ακριβώς επειδή μόνο συλλογικά θα επιβιώσουν.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα το ξεχάσουν. Εξάλλου, η φρίκη του θανάτου είναι τόσο έντονη που σου αποσπά το μυαλό, στο απογυμνώνει από την λογική.
Ο Νόλαν χειρίζεται τους χαρακτήρες του με ζηλευτή δεξιοτεχνία. Εξελίσσει τους πρωταγωνιστές του σεμιναριακά. Τα ευρύχωρα πλάνα του (τα οποία πάντως δεν αναιρούν την αναγκαία για το σασπένς αίσθηση κλειστοφοβίας που δημιουργείται συχνά-πυκνά), η μεγαλοπρεπής μουσική επένδυση του Ζίμερ και οι σπουδαίες ερμηνείες της ταινίας (ειδικά αυτές του Κίλιαν Μέρφι και του Τομ Χάρντι που παίζει με τα μάτια…) είναι απλά υποβοηθητικά στοιχεία (σε καθοριστικό βαθμό φυσικά, αλλά όπως και να έχει υποβοηθητικά) στο γαϊτανάκι ψυχολογιών και αλληλεπίδρασης χαρακτήρων που στήνει ο Βρετανός με φόντο μια πολεμική σύρραξη.
Από την πρώτη σεκάνς της ταινίας όπου ο σκηνοθέτης σε πιάνει από τα μούτρα κάνοντας μια επιβλητική επίδειξη της ικανότητάς του να χτίζει σασπένς, μέχρι τα μέσα της ταινίας, όπου ένα… πλοτ τουίστ βγαλμένο από την πρώιμη περίοδό του θα σε κάνει να θες να χειροκροτήσεις την σκηνοθετική του μαεστρία, και από εκεί στην κορύφωση του φινάλε, το «Dunkirk» είναι μια διαφήμιση του σινεμά, ένας Νόλαν σε μεγάλη φόρμα.
Όμως, όπως και σε παλιότερα έργα του, γίνεται πάλι κατανοητή αυτή η καταραμένη αδυναμία του να κλείνει την ταινία όπως της αντιστοιχεί.
Το τελευταίο μέρος της ταινίας, ο επίλογος αυτού που μόλις έχουμε παρακολουθήσει, μοιάζει λίγο εύκολος, λίγο αναντίστοιχος, λίγο πιο πολιτικά ορθός (με την κακή έννοια) σε σχέση με την υπόλοιπη ταινία.
Όμως, εντάξει: αυτό είναι ένα μικρό πταίσμα μπροστά στην υπόλοιπη μιάμιση ώρα, όπου ο Βρετανός μας θυμίζει τους λόγους που κατά βάθος γουστάρουμε το Χόλιγουντ.
Είναι το «Dunkirk» η καλύτερη ταινία του Νόλαν; Δύσκολη ερώτηση. Ο καθένας άλλωστε έχει την δικιά του, προσωπική ιεράρχηση.
Είναι όμως μάλλον δεδομένο πως το «Dunkirk» θα κατακτήσει αρκετές πρωτιές σε πολλές λίστες θαυμαστών του τελευταίου μεγάλου δημιουργού μπλοκμπάστερ ταινιών.