Στίβεν Κινγκ. Ένας από τους καλύτερους horror συγγραφείς βρίσκεται σε μια από τις καλύτερες φάσεις της ζωής του. Κι αυτό φαίνεται πεντακάθαρα στα απανωτά χτυπήματα που μας σερβίρει τα τελευταία χρόνια. Ένα από αυτά ήταν και το εξαιρετικό, Mr. Mercedes.
Ο συγγραφέας σε συνεργασία με το δίκτυο Audience, κυκλοφόρησαν τη σειρά Mr. Mercedes. Πρόκειται για ένα από τα πιο underrated βιβλία του από τους μη στιβενκινγκικούς. Αλλά ταυτόχρονα για ένα από τα 2-3 πιο αγαπητά στους κύκλους των πιο σεσημασμένων αναγνωστών του.
Το Mr. Mercedes αφορά πάλι έναν κλόουν. Όχι τόσο πιστό στην αμφίεση όσο ο Pennywise, αλλά από κει ξεκινούν όλα. Ένας ενσυνείδητος παρανοϊκός, μια Mercedes, 16 νεκροί και 40 τραυματίες, ένας αστυνομικός. Αυτό είναι το τετράπτυχο της υπόθεσης.
Το πρώτο και το τελευταίο σκέλος είναι οι δύο πόλοι που έλκονται και συγκρούονται. Τα ενδιάμεσα είναι τα λεκτικά και σχηματικά εργαλεία για αυτή την αναπόφευκτη σύνδεση. Ο Μπιλ Χότζες είναι ένας από τους δύο ερευνητές ενός φρικιαστικού εγκλήματος. Ο οδηγός του αυτοκινήτου ντύθηκε κλόουν, πήγε έξω από ένα κτήριο δημόσιας υπηρεσίας όπου είχε στηθεί κόσμος σε ουρά, πάτησε γκάζι και σκότωσε 16 άτομα. Ανάμεσα τους μια μητέρα που θήλαζε το μωρό της μέσα σε ένα sleeping bag και δεν κατάφερε να γλυτώσει επειδή κόλλησε το φερμουάρ.
Η έρευνα και οι ανακρίσεις για να βρεθεί ο δολοφόνος κράτησαν ενάμιση χρόνο. Ο Μπιλ Χότζες έπαθε τον «ιδρυματισμό» που βρίσκει τους αστυνομικούς σε τέτοιες περιπτώσεις. Η απόδοση δικαιοσύνης είναι το προτασσόμενο επιχείρημα. Ίσως και πρόσχημα. Στην πράξη όμως, δεν είναι η ηθική πλευρά που προκαλεί την ψύχωση. Είναι ο εγωισμός. Ο εγωισμός ενός αστυνομικού που έχει φάει με το κουτάλι τη δουλειά και δεν αποδέχεται την ήττα. «Έχω βγει νικητής σε αυτό το παιχνίδι 20 φορές. Δεν έχει γεννηθεί αυτός που θα με κάνει να χάσω». Αυτή η σκέψη φέρνει τον Μπιλ υποχείριο του αλκοόλ. Η συνταξιοδότηση του είναι αναγκαία. Κανείς όμως δεν εγγυάται ότι η εμμονή θα σταματήσει. Το αντίθετο μάλιστα.
Σε αυτή την εμμονή έρχεται να δώσει άφθονη τροφή ο εγκληματίας. Ο Mr. Mercedes κάνει ξανά την εμφάνιση του. Όχι με κάποιο άλλο έγκλημα. Κατά πως φαίνεται δεν μιλάμε για έναν serial killer. Υπάρχουν μοτίβα, ναι. Αλλά μόνο μια μαζική πράξη. Από κει και μετά οι στόχοι γίνονται ατομικοί και με μεγαλύτερη σημασία για εκείνον.
Το να σκοτώσει τους 16 απαιτούσε ένα πολύ απλό σχέδιο. Χρειάστηκε μόλις λίγα λεπτά. Το να σκοτώσει τη γυναίκα που ανήκει το όχημα και τον Μπιλ χρειάζεται να διασπάσεις τα ψυχολογικά φράγματα του εαυτού σου και των άλλων. Η Ολίβια Τρελόνι έχει αυτοκτονήσει πριν καν ξεκινήσει το επικίνδυνο παιχνίδι του ο Μπρέιντι Χάρτσφιλντ, ο παλαβιάρης δολοφόνος. Στόχος του τώρα είναι να φέρει τον Μπιλ στην ίδια ακριβώς κατάσταση. Πολύ πιο δύσκολος στόχος σαφώς. Κι ας έχει του λόγου του αρκετές χαραμάδες ώστε να εισβάλλει σε μυαλό και ψυχή και να τα πειράξει. Τον προσεγγίζει. Του λέει πράγματα για το παρελθόν του που κανείς δεν ξέρει. Τον ξαφνιάζει και τον σοκάρει.
Η σκηνοθεσία του Τζακ Μπέντερ είναι ευρηματικά σωστή. Επιλέγει να εστιάσει στις εφιδρώσεις και στα πνευματικά ντελίρρια των δύο πρωταγωνιστών. Από τη μία ο Μπιλ φέρνει συνεχώς στο μυαλό του τα πρόσωπα των νεκρών. Από την άλλη ο Μπρέιντι επιστρέφει σε εκείνες τις αναμνήσεις που διαμόρφωσαν το τώρα του. Τον θάνατο του αδερφού του και τη μάνα του να κάνει σεξ με διάφορους άντρες. Μέχρι που αυνανίζεται σκεπτόμενος το σώμα της.
Ενοχή και ένοχες σκέψεις/απολαύσεις. Αυτά τα δύο στροβιλίζονται. Ο Μπρένταλ Γκλίσον στο ρόλο του απόμαχου αστυνομικού έχει να διαχειριστεί την συνθήκη όπου η ενοχή πρέπει να κατακτήσει κάθε σπιθαμή του. Εξωτερική κι εσωτερική. Ο Χάρι Τρενταγούεϊ μάλλον εκπαιδεύτηκε καλά ως Φρανκενστάιν στο Penny Dreadful και πετυχαίνει να εναρμονίσει ως Mr. Mercedes, αυτά που αναφέρει η Πέπη Ρηγοπούλου στον Τρελό Δήμαρχο και τη Γυναικεία Ηδονή.
Εκείνος που καταφεύγει σε «τρελές» πράξεις, δεν είναι απαραίτητα τρελός. Η υπόλοιπη κοινωνία αποφάσισε να χαρακτηρίσει έτσι τέτοιες συμπεριφορές για να μην αποδεχτεί φανερά ότι η αποκαλούμενη τρέλα είναι μια πραγματικότητα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Ότι υπάρχει μια πλευρά που άλλοι την καταπιέζουμε εύκολα και άλλοι το κάνουν τόσο πολύ που σπάνε την διαύγεια τους.