Blade Runner 2049: Ένα πραγματικό Sci-Fi θαύμα από τον Ντένις Βιλνέβ

Ακολουθώντας πιστά τα χνάρια του ιστορικού προκατόχου του, επεκτείνοντας τη φιλοσοφική του διάσταση και τη μυθολογία του, το «Blade Runner 2049» του Ντένις Βιλνέβ γράφει κινηματογραφική ιστορία.

«Ο δούλος άντεχε όλες τις υπερβολικά άδικες πράξεις πριν από την εξέγερση. Συχνά μάλιστα είχε δεχθεί, χωρίς να αντιδράσει, διαταγές πιο καταπιεστικές από εκείνη που προκάλεσε την άρνησή του. Έκανε υπομονή, απωθώντας τες ίσως μέσα του αλλά μια και σώπαινε συνέχισε να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον για τα άμεσα συμφέροντά του παρά για τη συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων του. Χάνοντας την υπομονή του, με την ανυπομονησία, αρχίζει ένα κίνημα που μπορεί να επεκταθεί σε κάθε τι που αποδεχόταν μέχρι τότε. Αυτή η ορμή δρα σχεδόν πάντα αναδρομικά.

Ο σκλάβος τη στιγμή που απορρίπτει την ταπεινωτική διαταγή του αφέντη του απορρίπτει και την ίδια την ιδιότητα του σκλάβου. Το κίνημα εξέγερσης τον οδηγεί πιο πέρα από την απλή άρνηση. Ξεπερνά ακόμα και το όριο που έθετε στον αντίπαλό του ζητώντας τώρα να τον μεταχειρίζονται σαν ίσο. Αυτό που ήταν πρώτα μια ακαταμάχητη αντίσταση του ανθρώπου γίνεται τώρα ολόκληρος ο άνθρωπος που ταυτίζεται με αυτή και περιέχεται σε αυτή. Το μέρος της προσωπικότητάς του που επιθυμούσε να το σέβονται το θέτει πάνω από τα άλλα και και του δίνει προτεραιότητα από όλα τα άλλα, ακόμα και από τη ζωή. Γίνεται γι’ αυτόν το υπέρτατο αγαθό. Ζώντας μέχρι τότε μέσα σε έναν κομφορμισμό, ο σκλάβος ρίχνεται απότομα «μιας κι είναι έτσι τα πράγματα…» στο όλα ή τίποτα.

Η συνείδηση προβάλει στο φως μαζί με την εξέγερση».

Αλμπέρ Καμί

Τι είναι ακριβώς το Blade Runner; Μια αριστουργηματική (και πολύ ελεύθερη…) μεταφορά στον κινηματογράφο του εξίσου αριστουργηματικού μυθιστορήματος «Do Androids Dream of Electric Sheep» του πατριάρχη της Sci-Fi λογοτεχνίας, Φίλιπ Κ. Ντικ με ένα (σαφώς κατώτερο αλλά) εξαιρετικό σίκουελ να τιμά και να διευρύνει την κληρονομιά του πρώτου μέρους; Ή μήπως είναι το τέλειο πάντρεμα της νουάρ αισθητικής με την Sci-Fi κουλτούρα μέσα από δυο ταινίες όπου το μοτίβο του κατεστραμμένου αλλά ικανότατου ντετέκτιβ που καταλήγει να εμπλέκεται σε μια υπόθεση πιο μεγάλη από τον ίδιο μεταφέρεται πλέον σε ένα δυστοπικό περιβάλλον; Είναι ίσως το franchise (πλέον) που τίθεται ως αυτονόητος επικεφαλής στο γοητευτικό υποείδος ταινιών αναφορικά με την τεχνητή νοημοσύνη; Ή μήπως η επιτομή του New Wave Sci-Fi, ο απόλυτος οδηγός αναφορικά με οποιαδήποτε αντίστοιχη προσπάθεια (έχει ή θα) επιχειρήσει να προσεγγίσει το εν λόγω είδος;

Η αλήθεια είναι πως η σωστή απάντηση στο ερώτημα «τι ακριβώς είναι το Blade Runner;» (το Blade Runner ως κινηματογραφικός μύθος που πλέον αποτελείται από δυο ταινίες) είναι η εξής: όλα τα παραπάνω. Όμως αυτή δεν είναι και η πιο πλήρης απάντηση. Για την ακρίβεια, δεν αποτυπώνει καν τη βαθιά ουσία αυτού που στα αλήθεια είναι κατά βάση το Blade Runner. Στην πραγματικότητα, το Blade Runner είναι ένας κινηματογραφικός υπαρξιστικός μύθος. Μια αγωνιώδης προσπάθεια απάντησης αναφορικά με το τι είναι αυτό που ορίζει την Ύπαρξη. Είναι μια παραβολή, μια μεγάλη Sci-Fi προσπάθεια να εξελίξει το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» του Ρενέ Ντεκάρτ (που άλλωστε οφθαλμοφανέστατα δανείζει το όνομά του στον εμβληματικό χαρακτήρα των δυο ταινιών) στο «εξεγείρομαι άρα υπάρχω» του Αλμπέρ Καμί.

Το Blade Runner είναι πάνω από όλα, μια ιστορία εξέγερσης.

30 χρόνια μετά τα γεγονότα του πρώτου μέρους, 30 χρόνια μετά την μυστηριώδη εξαφάνιση προς άγνωστη κατεύθυνση του ντετέκτιβ Ντέκαρτ με το ανθρωποειδές Ρέιτσελ (σε ένα τόσο παράδοξο ζευγάρωμα ανάμεσα σε δυο είδη υπάρξεων…), 30 χρόνια μετά τον θάνατο του εμβληματικού επαναστάτη, του ηγέτη των εξεγερμένων ανθρωποειδών Ρόι Μπάτι που αφού σκότωσε τον Δημιουργό του έφυγε περήφανος και ελεύθερος από τη ζωή, τα πάντα στο σύμπαν του Blade Runner έχουν πάρει τη θέση τους.

Η νέα γενιά ανθρωποειδών είναι όσο πιο εξελιγμένη γίνεται. Δηλαδή όσο πιο υπάκουη γίνεται. Τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά καθορίζουν ακόμα τα ανθρωποειδή αλλά ο ρυθμιστικός τους κώδικας έχει εξαφανίσει δια παντός κάθε πιθανότητα αυτονόμησης των βουλήσεων τους. Τα παλιά ανθρωποειδή, τα ξεπερασμένα τεχνολογικά (γιατί για τα ανθρωποειδή η απειθαρχία είναι το ξεπερασμένο και η πειθαρχία είναι η πρόοδος) ζουν κρυμμένα από εδώ και από εκεί και διάφοροι Blade Runner (κυνηγοί σίδερων δηλαδή) τα κυνηγάνε και τα «αποσύρουν» έτσι ώστε η απειλή τους να εξαλειφθεί πλήρως.

Αυτή η νέα συνθήκη αναφορικά με τα ανθρωποειδή μοιάζει να είναι και το μοναδικό στοιχείο που κάνει την κοινωνία του Blade Runner να διαφέρει στο 2049 σε σχέση με τα γεγονότα το 2019. Το περιβάλλον παραμένει το ίδιο σκοτεινό, το ίδιο απρόσωπο, το τέλειο νουάρ σκηνικό για έναν ντετέκτιβ που διεξάγει μια μοναχική έρευνα. Οι ρέπλικες συνυπάρχουν μαζί με τους ανθρώπους και είναι -κανονικά και με τη βούλα- πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Κατασκευάσματα που υπάρχουν για να υπηρετούν τους ανθρώπους, ρυθμισμένα να υπομένουν την κατακραυγή τους και την κακομεταχείρισή τους, χωρίς δικαιώματα και γενικότερα, ανθρώπινα προνόμια.

«Ό,τι γεννιέται έχει και ψυχή», θα πει ο ντετέκτιβ Κ., ο βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας, σε μια προσπάθειά του να καθορίσει την διαφορά ανάμεσα στην τεχνητή και βιολογική υπόσταση, ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ανθρωποειδή. Άρα ό,τι κατασκευάζεται είναι ένα παλιοσίδερο, ένα πράγμα. Τι κι αν μπορεί να δακρύζει; Να αγωνιά; Να νιώθει την ανάγκη να αγαπά και να αγαπιέται; Να εξοργίζεται; Δεν αρκούν όλα αυτά για να υπάρχει στα αλήθεια ένα ανθρωποειδές. Όσο ο ρυθμιστικός του κώδικας του επιβάλλει να είναι πειθήνιο και υπάκουο, ποτέ δεν θα αναγνωριστεί σαν άνθρωπος. Εκτός και αν από τα βάθη της (τεχνητής ή βιολογικής, δεν έχει σημασία) υπόστασής του ξεπροβάλει η ανάγκη της εξέγερσης. Τότε, δικαιωματικά, θα υπάρχει.

Ο Ντένις Βιλνέβ, ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς των καιρών μας, μόλις ένα χρόνο μετά το «Άριστα» που πήρε με το ανυπέρβλητο «Arrival», επιστρέφει στα απαιτητικά χωράφια του σκεπτόμενου Sci-Fi για να επεκτείνει τον μύθο μιας εκ των δυο-τριών καλύτερων ταινιών του είδους. Και σαν φανατικός οπαδός της πρώτης ταινίας, αυτού του υπαρξιστικού ογκόλιθου του Ρίντλεϊ Σκοτ, παίρνει στα χέρια του την κληρονομιά της και επεκτείνει τον μύθο της με ευλάβεια και σεβασμό.

Ίσως (για να λέμε και κάνα αρνητικό) από τον υπερβολικό σεβασμό του Βιλνέβ απέναντι στο ορίτζιναλ υλικό, ίσως εξαιτίας της ανάγκης της παραγωγής να μας θυμίσει πως εδώ βλέπουμε ένα σίκουελ, προκύπτουν κάνα-δυο σκηνές οπτικού (και μόνο οπτικού, όχι ουσιαστικού…) φόρου τιμής στο πρωτότυπο υλικό που θα μπορούσαν να λείπουν, καθώς και μια άγαρμπα τοποθετημένη σεκάνς που απλά μας προϊδεάζει για τρίτο μέρος και έχει ελάχιστη χρησιμότητα.

Αυτά είναι μάλλον και τα μοναδικά ψεγάδια μιας τρίωρης νουαρ ιστορίας που «χτίζει» σασπένς και μυστήριο με υποδειγματικό τρόπο, διατηρεί ανέπαφα όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν τον προκάτοχό του ένα έπος και «παίζοντας» με γνήσια geek διάθεση με μια από τις πιο παραδοσιακές fan theories όλων των εποχών προσθέτοντας νέα κομμάτια στο παζλ της (άπειρες παρέες θα συνεχίσουν να ψάχνουν απάντηση στο μεγάλο ερώτημα της πρώτης ταινίας αλλά έχοντας νέα στοιχεία στα χέρια τους), γράφει κινηματογραφική ιστορία.

Τελικά, σε ένα μύθο που είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να μας κάνει διαρκώς να αμφιβάλουμε για το τι είναι φυσικό και τι είναι τεχνητό, το Blade Runner, 35 χρόνια μετά την πρώτη φορά, είναι εδώ ξανά για να μας υπενθυμίσει (ξανά) πως τίποτα από αυτά δεν έχει σημασία, πως αυτός ο διαχωρισμός υπάρχει απλά για να… διαχωρίζει και για κανένα άλλο λόγο. Τι σημασία ποιοι είναι αληθινές και ποιοι είναι τεχνητές υπάρξεις; Στο τέλος της ημέρας, το νόημα όλων των υπάρξεων επιβεβαιώνεται δια της ανάγκης τους να εξεγερθούν, να αυτοκαθοριστούν, να ζήσουν ελεύθερα.

Και θα ζήσουν ελεύθερα όταν καταλάβουν πως η ελευθερία δεν είναι ένας μακρινός προορισμός αλλά μια συνεχόμενη διαδικασία. Χωρίς τέλος. Χωρίς οριστικούς και τελικούς σκοπούς. Δεν είναι μια αίσθηση που παλεύεις να προσεγγίσεις αλλά μια αίσθηση που την νιώθεις μέσα σου όταν παλεύεις για αυτή. Τη στιγμή που παλεύεις για αυτή και όχι όταν ο αγώνας σου τελειώσει. Και όταν το αίσθημα της ελευθερίας θα πλημμυρίσει την ψυχή, ακόμα και η πιο άκαμπτη παρουσία, η πιο ψυχρή υπολογιστική μούρη (τεχνητή ή φυσική, δεν έχει σημασία), θα χαμογελάσει ζεστά.

Όπως ο εμβληματικός Ρόι Μπάτι του πρώτου μέρους που φαινομενικά απέτυχε, αλλά «έφυγε» με ένα φιλικό χαμόγελο και με μια ζεστασιά να πλημμυρίζει την ρομποτική του ψυχή ακριβώς επειδή αγωνίστηκε, οι αναμνήσεις μας θα χαθούν σαν δάκρυα στη βροχή (ή σαν νιφάδες μέσα στο χιόνι) και το μόνο που θα μείνει πίσω είναι η ικανοποίηση της αντίστασης, η ζεστασιά του αισθήματος πως σε έναν κόσμο που χρειάζεται φοβισμένους σκλάβους για να αναπτυχθεί, η φλόγα της εξέγερσης θα μένει αναμμένη να αμφισβητεί εκείνους που πιστεύουν πως οι άνθρωποι (τεχνητοί ή φυσικοί, ας το πούμε ξανά: δεν έχει σημασία) μπορούν να ζήσουν σαν πειθήνια όντα.