«Κάτω τα χέρια ρε. Μας βαράνε παντού ρε. Μας βαράνε. Ξέρεις πως είναι ο πόλεμος; Ξέρεις ρε; Ξέρεις; Ξέρεις πως είναι; Ξέρεις ή δεν ξέρεις ρε; Κεφάλια παντού ρε. Έχουμε γεμίσει πτώματα ρε. Έχουμε γεμίσει κομμένα κεφάλια ρε. Κομμένα χέρια ρε. Μυαλά χυμένα ρε. Έχουμε πόλεμο! Φέρε μια μπύρα…».
Ήταν 2002 όταν ένας 35χρονος τότε σκηνοθέτης από την Κύπρο προσγειωνόταν σαν δυναμίτης στο ελληνικό σινεμά και πρόσφερε μια ταινία που αντίστοιχή της δεν είχε ξαναδεί κανείς.
Το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη ήταν ένα φαινόμενο για το ελληνικό σινεμά. Γυρισμένο ολόκληρο μέσα σε ένα σπίτι, με διαλόγους που πετούσαν φωτιές, με ατάκες που προκαλούσαν αποστροφή και σόκαραν, το ντεμπούτο του Οικονομίδη ξένισε, δίχασε, απαξιώθηκε αλλά τελικά κέρδισε ένα φανατικό κοινό.
15 χρόνια και 4 ταινίες αργότερα, ο Οικονομίδης θεωρείται από πολλούς ο καλύτερος Έλληνας σκηνοθέτης της σύγχρονης εποχής. Έχοντας κατοχυρώσει ένα δικό του στυλ, με τον ίδιο να υπερασπίζεται με φανατισμό ότι αυτά που αφηγείται είναι κομμάτι της ελληνικής πραγματικότητας και μάλλον ό,τι πιο αληθοφανές παίζει στο σινεμά, έχει φτάσει σε ένα επίπεδο να ανακοινώνει πως η νέα του ταινία έρχεται και να προκαλεί ανυπομονησία σε μπόλικο κόσμο.
Η «μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», μια μαύρη κωμωδία με πλοκή που γυρίζει γύρω από τη μαφία, θα είναι το νέο δημιούργημά του και- λόγω αυτής- κάνουμε μια «βουτιά» στο φιλμογραφικό του παρελθόν…
Σπιρτόκουτο (2002)
Όπως ειπώθηκε, η ταινία που τον καθιέρωσε, το πρώτο μεγάλο μπαμ. Με έναν Ερρίκο Λίτση να δίνει ρεσιτάλ (έναν τύπο που έγινε ηθοποιός στα 45 του με αυτή την ταινία να αποτελεί το ουσιαστικό του ντεμπούτο!) και μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που «μύριζε» καλοκαιρινή ζέστη, το «Σπιρτόκουτο», η αριστουργηματική σάτιρα του μικροαστισμού και του θεσμού της οικογένειας, είναι ήδη με το σπαθί ένα πραγματικό all time classic!
Η ψυχή στο στόμα (2006)
Όσοι πίστευαν ότι το «Σπιρτόκουτο» ήταν ένα σοκ, προφανώς δεν μπορούσαν να φανταστούν καν αυτό που ετοίμαζε ο Οικονομίδης για συνέχεια. Αν το «Σπιρτόκουτο» ασχολούνταν με τους μικροαστούς και τις ψευδαισθήσεις τους, η «Ψυχή στο στόμα» κάνει κατάβαση στο λούμπεν προλεταριάτο και δείχνει στο μέσο θεατή μια κατάσταση που όμοιά της δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως υπάρχει καν. Ο Λίτσης είναι και πάλι στον πρωταγωνιστικό ρόλο, μόνο που αυτή τη φορά αντί να παίζει με την αγριοφωνάρα του παίζει με το ψαρωτικό του βλέμμα και με τη σιωπή του, ενώ η είσοδος του Βαγγέλη Μουρίκη στο καστ απογειώνει τα πράγματα. Ο κόσμος έβγαινε από την προβολή της ταινίας και κρατούσε το στομάχι του…
Μαχαιροβγάλτης (2010)
Μια μίνι στροφή του Οικονομίδη, ο «Μαχαιροβγάλτης» υπήρξε το underground αντίπαλο δέος του «Κυνόδοντα» τη χρονιά εκείνη. Πιο χαμηλόφωνη σε σχέση με τις άλλες δυο, χωρίς πάντως να λείπουν τα ξαφνικά ξεσπάσματα οργής, μια ελεύθερη μεταφορά του «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές» με φόντο την εσωστρέφεια της ελληνικής επαρχίας, η τρίτη ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, γυρισμένη σε ασπρόμαυρη εικόνα, ήταν και η τελευταία που θα γύριζε με περιορισμένα μέσα. Με πλάνα ευρύχωρα και εμβληματικά, ξεκάθαρους φόρους τιμής στον Θόδωρο Αγγελόπουλο (και με μια χαρακτηριστική σκηνή-αναφορά σε αυτόν), ο «Μαχαιροβγάλτης» είναι η γέφυρα του Οικονομίδη από το underground σινεμά στις μεγάλες παραγωγές.
Το Μικρό Ψάρι (2014)
Με διαφορά η καλύτερη ταινία του Οικονομίδη, το νουάρ έπος του: το «Μικρό Ψάρι» αποτελεί, χωρίς υπερβολή, ένα φιλμ-τομή για την ελληνική κινηματογραφία. Στο «Μικρό Ψάρι», ο Οικονομίδης είναι τόσο ώριμος που δεν χρειάζεται πια να πειραματίζεται. Στο κεφάλι του είναι ολοκληρωτικά διαμορφωμένο το σινεμά που θέλει να κάνει και, πλέον, είναι τόσο έμπειρος όσο και οικονομικά άνετος για να μπορεί να το κάνει ακριβώς όπως θέλει.
Με το «Μικρό Ψάρι», ο σκηνοθέτης χώνεται στα πιο απόκρυφα κομμάτια της κοινωνίας, τον κόσμο της νύχτας και της μαφίας και μας παρουσιάζει μια πραγματικότητα που είναι μακρινή και θέλουμε να συνεχίσει να βρίσκεται μακριά μας, αλλά που με έναν ανεξήγητο τρόπο μας φαντάζει κοντινή και οικεία, έτσι όπως παρουσιάζεται-και το αυτό επίτευγμα είναι η μεγάλη μαγκιά του.
Ολόκληρη η ταινία στήνεται γύρω από τον Στράτο, έναν μελαγχολικό πληρωμένο εκτελεστή, με πολύ ισχυρό κώδικα τιμής και μια απαράβατη ηθική. Έναν αντι-ήρωα που δανείζεται τα χαρακτηριστικά του από τον «Λεόν» και τον «Ταξιτζή» των ομώνυμων ταινιώ,ν χωρίς όμως να χάνει την γνησιότητά του. Ο Στράτος περιφέρεται σε όλη την ταινία σε κοινωνικά μονοπάτια που μετά βίας αντέχει αλλά αναγκαστικά υπομένει. Συναναστρέφεται με κουτοπόνηρους και ανήθικους γείτονες, με γυναίκες που σπρώχνονται στην πορνεία λόγω των οικονομικών αναγκών τους, με απάνθρωπα αφεντικά, με υπεροπτικούς μαφιόζους και μέσα από την συνεχή τριβή του Στράτου με όλους αυτούς ξετυλίγεται ένα εξαιρετικό σενάριο με ανατροπές και συνεχόμενο ενδιαφέρον.
Το μεγάλο πλεονέκτημα του Οικονομίδη είναι ότι στην πιο ώριμη φάση του έχει την τύχη να συνεργάζεται με τον μεγαλύτερο Έλληνα ηθοποιό της εποχής μας – και αυτός ο συνδυασμός απογειώνει την ταινία. Ο Βαγγέλης Μουρίκης ζωντανεύει τον Στράτο της ταινίας παίζοντας κατά κύριο λόγο με το βλέμμα του και τις εκφράσεις του.
Ο Μουρίκης είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής, αλλά μιλάει ελάχιστα στην ταινία. Κυρίως, αφήνει τους άλλους να μιλάνε. Τριγύρω του στήνονται εξαιρετικές ερμηνείες, όπως σε κάθε ταινία του Οικονομίδη. Ειδικά ο Πέτρος Ζερβός σαν κουτοπόνηρο λαμόγιο και ο Γιώργος Γιαννόπουλος σαν μαφιόζος ιδιοκτήτης κωλόμπαρου είναι απολαυστικοί.
Παρ’ όλα αυτά την παράσταση την κλέβει δικαιωματικά ο Μουρίκης. Ο θεατής αντιλαμβάνεται τον θυμό του, τον φόβο του, την θλίψη του, την αγωνία του απλά με μια εναλλαγή στο βλέμμα του. Κατά την διάρκεια της ταινίας εξελίσσει τον χαρακτήρα και από εκεί που δεν κατανοούμε καν τις επιλογές του καταλήγουμε να ταυτιζόμαστε μαζί του. Και αυτό δεν πιστώνεται μόνο στον Οικονομίδη, αλλά και στην ερμηνεία του Μουρίκη.
Όπως δεν έχει δει ακόμα το «Μικρό Ψάρι» ας κάνει άμεσα αυτή τη χάρη στον εαυτό του…