Ένα (όχι και πάρα πολύ έξυπνο) κορίτσι που κρύβεται από τον μαφιόζο πρώην φίλο της. Ο ανισόρροπος, άξεστος αλλά κατά βάθος καλοκάγαθος μπαμπάς της. Μια σχέση ανταγωνισμού ανάμεσα στην ίδια και την μητριά της και ένας γοητευτικός και ρομαντικός ναυαγοσώστης που τον διεκδικούν και οι δυο.
Ένα ερωτικό τρίγωνο που υποβόσκει και μια μικρή παραθαλάσσια πόλη με ένα λούνα παρκ στο κέντρο της που, όπως σε κάθε ταινία αυτού του υπερδραστήριου 82χρονου τυπάκου, «παίζει» λες και δεν πρόκειται απλά για ένα σκηνικό αλλά για κανονικό συμπρωταγωνιστή.
Ναι, το έχουμε δει άπειρες φορές το μοτίβο του και οι ιστορίες που δομεί δεν διεκδικούν και κάνα βραβείο πρωτοτυπίας. Αλλά ο Γούντι Άλεν είναι μοναδικός γι’ αυτό ακριβώς το λόγο: διότι όταν θα δεις την χαρακτηριστική γραμματοσειρά-σήμα κατατεθέν της έναρξης κάθε ταινίας του γνωρίζεις εκ των προτέρων πως η ιστορία που θα σου πει θα έχει απλοϊκή αφήγηση, αλλά πολυδιάστατο περιεχόμενο και θα την «ρουφήξεις» χωρίς να καταλάβεις πότε πέρασε η ώρα: ο απολογισμός, τα «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε» θα έρθουν μετά αλλά όχι κατά την διάρκεια της προβολής.
Ειδικά ο Γούντι Άλεν των τελευταίων δέκα ετών, ο Γούντι Άλεν που με το αριστουργηματικό «Match Point» του μας έδειξε πως πέρα από τις κομεντί μπορεί να αφηγηθεί με εξίσου αριστουργηματικό τρόπο δραματικές ιστορίες, είναι ένας δημιουργός που καταφέρνει να είναι πολυδιάστατος χωρίς ποτέ να κουράζει, χωρίς ποτέ να απαιτεί από εσένα να τον αντιληφθείς ως κάτι παραπάνω από έναν απλό σκηνοθέτη, που κάνει κάτι (που μοιάζει) απλό: ταινίες.
Το «Wonder Wheel», η φετινή δημιουργία του, δεν αποτελεί εξαίρεση. Επιβεβαιώνοντας για μια ακόμα φορά πως είναι όχι μόνο ο αδιαφιλονίκητος «βασιλιάς» των δραμεντί αλλά στην πραγματικότητα, ο μοναδικός που μπορεί να δημιουργήσει την επιτομή μιας δραμεντί ταινίας (αυτό το περίεργο, μπασταρδεμένο είδος σινεμά στο οποίο το έχει γυρίσει με τα χρόνια), ο Γούντι Άλεν παραδίδει μια ταινία που, έστω και αν βγαίνει στις αίθουσες τον τελευταίο μήνα της χρονιάς καταφέρνει, αναμφισβήτητα, να κερδίσει μια θέση στις καλύτερες του 2017.
Για μια ακόμα φορά, οι θεματικές που απασχολούν τον γερασμένο Γούντι είναι εδώ: το φλερτ με το θάνατο, το ρίσκο του έρωτα, η αίσθηση πως ό,τι σκοτώνεις ή… «σκοτώνεις» είναι δικό σου και το κουβαλάς μάζι σου για πάντα, οι τζαζ μελωδίες στο παρασκήνιο της πλοκής και οι «νευρικές», αγχωτικές ερμηνείες, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά «γουντιαλενικά» κομμάτια απλώνονται μπροστά μας και απλά πρέπει να τοποθετηθούν με τον σωστό, αφηγηματικό τρόπο για να συμπληρωθεί το παζλ όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται.
Και εδώ που τα λέμε αυτό είναι και το πραγματικό διακύβευμα με τις ταινίες του Γούντι: οι ατυχείς δημιουργίες του αποτελούν την αποτυχημένη προσπάθειά του να τοποθετήσει με σωστό τρόπο τα κομμάτια του παζλ. Αλλά όταν το κάνει είναι αυτόματο: μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία του σινεμά μόλις έχει γραφτεί.
Κυρίως όμως, το «Wonder Wheel» είναι η συνέχιση ενός διαλόγου. Ενός διαλόγου που είναι σχετικά μόνοπλευρός αλλά πέρα για πέρα ζωντανός και που ο Woody Allen έχει βάλει σκοπό της ζωής του να ολοκληρώσει τώρα που βρίσκεται στα γεράματά του. Πρόκειται για τον διάλογο του με τον Φίοντορ Ντοστογέφσκι, τον Ρώσο μέντορά του και μάλλον αγαπημένο του συγγραφέα.
Και ίσως μια μέρα, αυτός ο υψηλού επιπέδου διάλογος, να πρέπει να αναλυθεί και να συζητηθεί όπως του αξίζει. Όμως πρέπει πρώτα να ολοκληρωθεί. Και το «Wonder Wheel» είναι ένα ζωτικό, κρίσιμο κομμάτι του…