Το C’ Est La Vie είναι μια ταινία που γελοιοποιεί τον καθωσπρεπισμό. Μια ταινία που καταργεί τον προγραμματισμό και δίνει θέση στον αυθορμητισμό, στο ξαφνικό. Ο Γάλλος σκηνοθέτης Έρικ Τολεντάνο μας μιλάει για τη νέα ταινία που έγραψαν και σκηνοθετούν με τον Ολιβιέ Νακάς. Ποιες αναφορές κάνουν στους ίδιος τους τους εαυτούς, τι θέλουν να πουν με αυτή την ταινία, πώς συνεχίζει την παράδοση του γαλλικού σινεμά και πώς σχετίζεται με το Bataclan. C’ Est La Vie και δύσκολα μπορείς να της αλλάξεις την πορεία. Καθώς η Odeon φέρνει το C’ Est La Vie στις αίθουσες αυτή την Πέμπτη, ο Έρικ Τολεντάνο μοιράστηκε όλα αυτά τα πράγματα μαζί μας.
– Βλέποντας το trailer, μου δίνεται η εντύπωση ότι το C’ Est La Vie είναι μια υστερικά κωμική έκδοση του Exterminating Angel του Μπουνιουέλ. Είναι όντως έτσι;
Το έργο του Λούις Μπουνιουέλ είναι όντως μέρος της κινηματογραφικής μας κουλτούρας και υπό συγκεκριμένο πρίσμα εντοπίζονται κοινά σημεία μεταξύ των δύο ταινιών. Μια μεγάλη εκδήλωση σε έναν πύργο, με πολλούς καλεσμένους και μια σειρά από ατυχίες που διακινδυνεύουν την προγραμματισμένη πορεία της γιορτής.
Πάντως, η έμπνευση μας βρίσκεται περισσότερο στο The Party του Μπλέικ Έντουαρντς. Είναι μια από τις μεγάλες μας αναφορές και ένα αριστούργημα του σινεμά της κωμωδίας. Όπως στην ταινία αυτή με τον Πίτερ Σέλερς, έτσι και στο C’ Est La Vie υπάρχουν οι χαρακτήρες-γελωτοποιοί. Ο Αλμπάν Ιβανόφ, ο Ζιλ Λελούς, ο Ζαν-Πολ Ρουβ και ο Ζαν-Πιέρ Μπακρί, όλοι τους κινούνται στο εύρος και την κωμική προοπτική του ρόλου τους και της διάδρασης του με τους άλλους.
Ήταν πολύ όμορφο να δουλεύουμε με αυτό το καστ που οι καταβολές του βρίσκονται σε πολλά είδη. Επίσης, μια άλλη μιας έμπνευση είναι το Wedding του Ρόμπερτ Άλτμαν, ο οποίος δούλεψε πολύ στην έννοια του χρόνου και γύρισε την ταινία του σε ένα μόνο σκηνικό. Αυτή ήταν μια άσκηση για εμάς, ήμασταν περίεργοι να δούμε πως θα λειτουργήσει.
– Ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας τελεί το τελευταίο του γεγονός, διοργανώνει την τελευταία του δεξίωση και θέλει να είναι όλα στην εντέλεια. Να φύγει με το κεφάλι ψηλά. Στο τέλος όμως αντιλαμβάνεται ότι αυτός ο αυστηρός προγραμματισμός τον απομακρύνει από το πραγματικό νόημα. Απευθύνεστε με αυτόν τον τρόπο στον εαυτό σας; Μου φαίνεται σαν να κοιτιέστε στον καθρέφτη και να λέτε «Γίνει αυθόρμητος, απελευθερώσου».
Όντως, όταν το φιλμ ξεκινάει ο Μαξ σχεδιάζει να παραιτηθεί και βλέπουμε ευθύς αμέσως πως πρόκειται να χάσει τον έλεγχο. Όσο η ιστορία εξελίσσεται, τον βλέπουμε να παραδίνεται όλο και περισσότερο στην ιδέα της παραίτησης. Η δεξίωση πάει εντελώς λάθος, ο γαμπρός είναι ανυπόφορος και οι καλεσμένοι του προκαλούν συνεχώς εμπόδια. Αυτό που θέλαμε πολύ να δείξουμε είναι ότι με τη βοήθεια της ομάδας του, ο Μαξ καταφέρνει να ξεπεράσει οποιοδήποτε στραβό επηρεάσει τη δουλειά του.
Αυτό είναι μια μεταφορά προς τη δική μας δουλειά ως σκηνοθέτες. Χωρίς τους ανθρώπους, το λεγόμενο crew που δουλεύει μαζί μας σε κάθε καλό και κάθε κακό, δε θα μπορούσε να γίνει καμία ταινία. Είναι υψίστης σημασίας για εμάς να διατηρήσουμε την ελευθερία σε αυτό που κάνουμε, παρά το γεγονός πως κατανοούμε ότι χρειάζεται να υπάρχει ένα οργανόγραμμα. Δεν είναι παρά μόνο όταν δουλεύουμε με τους ηθοποιούς που εκφράζουμε τον αυθορμητισμό μας. Το απολαμβάνουμε και συχνά δίνει ζωή σε νέες καταστάσεις που μεταμορφώνουν το σενάριο μας.
– Για να φτιαχτούν αυτοί οι χαρακτήρες, αντλήσατε πληροφορίες από ανθρώπους που πιθανότατα έχετε συναντήσει σε γάμους ή άλλες εκδηλώσεις;
Σαφώς. Παίρνουμε έμπνευση από προσωπικές εμπειρίες όταν γράφουμε ένα σενάριο. Όταν ήμασταν πιο νεαροί, κάναμε μια σειρά από παράξενες δουλειές για να επιβιώσουμε και καθόμασταν να γράψουμε όταν είχαμε το χρόνο. Σε αυτή την περίοδο της ζωής μας δουλέψαμε σε κάθε είδους κοινωνική εκδήλωση. Κάναμε ως και τους Άγιους Βασίληδες σε ιδιωτικά χριστουγεννιάτικα πάρτι, κάτι που ενέπνευσε την ταινία μας Les Petits Souliers.
Είμαστε απόλυτα διαπερατοί στον έξω κόσμο, στην κοινωνία που ζούμε και στα βιώματα μας. Ξέχωρα από την προσωπική μας εμπειρία, κάνουμε έρευνα στην αρχή του κάθε έργου μας. Στο C’ Est La Vie εν προκειμένω, συναντήσαμε διοργανωτές εκδηλώσεων, ακούσαμε τις ιστορίες τους και διαμορφώσαμε το σενάριο.
– Η ταινία μας συστήνει σε πολλούς χαρακτήρες. Είναι ευκολότερο για εσάς να διαχειρίζεστε ένα σενάριο πολλών ρόλων ή αυτό εξαρτάται από την περίπτωση;
Το σενάριο και τα στάδια από τα οποία περνάει είναι άκρως δημιουργικά. Τη στιγμή που γράφουμε σκεφτόμαστε τους χαρακτήρες, φτιάχνουμε τις προσωπικότητες τους, τους βάζουμε σε ένα πλαίσιο, ένα υπόβαθρο, για να έρθουν σε επαφή με τους άλλους χαρακτήρες και να εμφανιστούν οι συμπεριφορές, οι αντιδράσεις, τα συναισθήματα. Όλα έχουν προβλεφθεί σεναριακά εξ αρχής, αλλά παραμένουν ευμετάβλητα. Το κάστινγκ για παράδειγμα είναι ένα αρκετά αποφασιστικό στάδιο. Όταν συναντάμε τους ηθοποιούς, οι ρόλοι παραλλάσσονται, εξελίσσονται. Κάποιες φορές προσθέτουμε χαρακτήρες που δεν είχαμε καν στο μυαλό μας αρχικά.
Στην περίπτωση ενός σταθερά συνεργαζόμενου καστ η ένωση του ταλέντου και των χαρακτήρων οδηγεί σε ευχάριστες εκπλήξεις και το προσέχουμε πολύ αυτό. Ανάλογα με τις έλξεις και τους δεσμούς που αναπτύσσονται στα γυρίσματα, κάποιοι ρόλοι ανθίζουν ή βαθαίνουν μέχρι να πάρουν το ιδανικό τους σχήμα. Υπήρχαν στιγμές στα γυρίσματα που νιώσαμε σαν διευθυντές ορχήστρας, λες και φτιάχναμε μελωδίες με τους ηθοποιούς. Αυτό ήταν συναρπαστικό.
– Τι αλλαγές εντοπίζετε στον επαγγελματικό σας χαρακτήρα σε σχέση με προηγούμενες ταινίες σας; Υιοθετήσατε πράγματα που αποφεύγατε παλιότερα ή ακόμα και τα κοροϊδεύατε;
Ένα από τα σχόλια που ακούσαμε αρκετές φορές από το κοινό στην διάρκεια της προώθησης της ταινίας, ήταν ότι θύμιζε πολύ την δεύτερη ταινία μας, το Those Happy Days του 2006. Είναι ενδιαφέρουσα αυτή η σύνδεση στο σήμερα. Μιλάμε για δύο αυθεντικές κωμωδίες, με ίδιο καστ σχεδόν, με έναν νοσταλγικό τόνο. Ο Γούντι Άλεν είχε πει ότι ο σκηνοθέτης γυρίζει συνεχώς το ίδιο έργο και το πιστεύουμε έντονα αυτό.
Οι τεχνικές και η μέθοδος μας έχουν γίνει πιο κοφτερές, πιο έξυπνες αν θες, σε σχέση με την πρώτη μας ταινία, το 2005, αλλά η ουσία μένει σταθερή. Αυτές είναι κοινωνικές κομεντί που βγάζουν στη φόρα χαρακτήρες, τους αποκαθηλώνουν. Είναι ταινίες που από την αρχή τους δεν έχουν τίποτα κοινό και τελικά δένονται και παράγουν κάτι απροσδόκητα δυνατό. Το C’ Est La Vie είναι ατόφια κωμωδία, ένα κινηματογραφικό είδος που είχαμε και έχουμε πολύ ψηλά από την αρχή μας.
Θεωρούμε ότι το σινεμά που υπηρετούμε γεννήθηκε την δεκαετία του ’70, με τις ιταλικές κομεντί όπως αυτή του Ετόρε Σκόλα, το We All Loved Each Other So Much. Πρόκειται για μια από τις πολύ αγαπημένες μας.
– Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που κάνουν το γαλλικό σινεμά να πετυχαίνει πάντοτε στην κωμωδία;
Έτσι μεγαλώσαμε. Από παιδιά. Με τις μεγάλες, γαλλικές κωμωδίες. Ανακαλύπταμε τις ταινίες του Κλοντ Λελούς. L’ Aventure c’ est L’ Aventure, La Bonne Annee, Robert & Rober. Βρίσκαμε τα τηλεοπτικά έργα του Κλοντ Σοτέ. Cesar et Rosalie, Vincent Francois Paul et les autres, Garcon! Αυτό που είναι ενδιαφέρον σε τέτοιου είδους σινεμά είναι η μορφή του διαλόγου. Μας συνάρπαζαν οι συζητήσεις μεταξύ των ηθοποιών.
Όταν ήμασταν νέοι, καταγράφαμε αυτά τα ηχητικά σε κασέτες και τις ακούγαμε ύστερα με ακουστικά ή στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου. Μπορούμε να αναπαραστήσουμε τους αγαπημένους μας διαλόγους απ΄έξω, χωρίς να χάσουμε λέξη. Αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο στη γαλλική κωμωδία. Αυτό μας εμπνέει περισσότερο και το αναζητάμε στις κωμωδίες. Η κωμωδία πρέπει να μας κάνει να γελάμε με την λεπτότητα του διαλόγου και τον τρόπο που εκφέρουν τα λόγια οι ηθοποιοί.
– Ισχύει ότι η κωμωδία είναι μια γελοιογραφική αναπαράσταση των δυσκολιών που έχουμε στην πραγματική μας ζωή;
Απόλυτα. Η κωμωδία και το δράμα είναι δύο είδη που προχώρησαν ενωμένα στην πορεία του κινηματογράφου. Οι καλύτερες κωμωδίες είναι τοποθετημένες σε κοινωνικές κρίσεις ή σε προσωπικές τραγωδίες που βιώνουν οι κεντρικοί ήρωες. Τουλάχιστον αυτές είναι που μας συγκινούν και εμπνέουν περισσότερο. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε το C’ Est La Vie λίγο μετά τα γεγονότα στο Bataclan.
Νιώσαμε τόσο μεγάλη ανάγκη να γελάσουμε και κυρίως να γελάσει το κοινό. Ήταν η πρώτη φορά που θέλαμε να εμπλακούμε τόσο πολύ στις προβολές της ταινίας. Να είμαστε παρόντες σε όσο το δυνατόν περισσότερες προβολές, να ακούσουμε το γέλιο του κοινού, τις άλλες αντιδράσεις του. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για εμάς. Το σινεμά αντικατοπτρίζει την κοινωνία του. Με τις ρωγμές και τις κατακτήσεις της, με τα καθημερινά της δράματα και τις καλές στιγμές. Η κωμωδία μας επιτρέπει να δείξουμε αυτές τις αντιθέσεις χωρίς να αλλοιώνουμε κάτι. Μας δίνει προοπτική και αυτή είναι η δύναμη της.
* Το C’ Est La Vie κυκλοφορεί αυτή την Πέμπτη στις αίθουσες από την Odeon.