«Είσαι πολύ σκληρός τύπος, ε;
-Δεν θα κυκλοφορούσα με όπλο αν ήμουν τόσο σκληρός.
-Ναι, αλλά πυροβολείς χωρίς δεύτερη σκέψη.
-Πυροβολώ χωρίς δεύτερη σκέψη γιατί τρομάζω πολύ εύκολα.
-Οκ, όμως δεν φοβάσαι τον θάνατο, έτσι δεν είναι;
-Στην δουλειά μας, όταν φοβάσαι διαρκώς τον θάνατο φτάνει μια στιγμή που εύχεσαι να πεθάνεις όσο πιο γρήγορα γίνεται».
Ο θρύλος λέει πως κάποτε η Γιαγκούζα, η ιαπωνική μαφία δηλαδή, οργάνωσε μια κλειστή εκδήλωση προκειμένου να τιμήσει έναν σκηνοθέτη. Στην Δύση και πολύ ειδικότερα στην Ελλάδα, το όνομα αυτού του σκηνοθέτη δεν είναι πάρα πολύ γνωστό. Αλλά στην Ιαπωνία θεωρείται ένας θρύλος του ντόπιου σινεμά, ορισμένοι μάλιστα έχουν φτάσει στο σημείο να τον συγκρίνουν με τον Ακίρα Κουροσάβα.
Ο Τακέσι Κιτάνο γούσταρε πάντα να δημιουργεί ταινίες που είχαν να κάνουν με τον υπόκοσμο της χώρας του. Γούσταρε να τις γράφει, να τις σκηνοθετεί, να πρωταγωνιστεί σε αυτές. Ενσαρκώνοντας ουσιαστικά πάντα τον ίδιο λιγομίλητο, ανέκφραστο και σκληρό (αντι-)ήρωα, είτε υποδύεται τον μπάτσο είτε τον μαφιόζο της φάσης (κυρίως το δεύτερο), ο Κιτάνο έχτιζε τις αφηγήσεις του μέσα σε θεματικούς καμβάδες που έσφυζαν από μελαγχολία και οριακά από ρομαντισμό.
Πλοκές που εξελίσσονται μέσα σε ένα γλυκόπικρο περιβάλλον και εν μέσω μιας χαρακτηριστικής στατικότητας, ένα σκηνικό ωστόσο που ανά πάσα στιγμή θα κατακλυστεί από αιματοκυλίσματα και υπέρμετρη βία, με χαρακτήρες κατεστραμμένους που το μόνο που τους καθοδηγεί είναι ο προσωπικός τους αξιακός κώδικας, με μουσικάρες που σηκώνουν την τρίχα κάγκελο να ντύνουν τα γεγονότα, οι ταινίες του Κιτάνο είναι απλά must see για όποιον γουστάρει φιλμ με μαφίες, γκάνγκστερ και τα σχετικά.
Ακόμα και αν ο θρύλος λοιπόν που λέει ότι κάποτε η Γιαγκούζα αποφάσισε να τον τιμήσει για το έργο του είναι κάτι που δεν ισχύει (και το πιθανότερο είναι πως δεν θα μάθουμε ποτέ την πραγματικότητα…), η ουσία είναι πως θα μπορούσε να είναι κάλλιστα αλήθεια. Και μπορεί οι περισσότεροι οπαδοί των Gangster Movies να έμαθαν να χωρίζουν το είδος με βάση τους Φράνσις Φορντ Κόπολα και Μάρτιν Σκορτσέζε, μπορεί να επικρατεί μια αιώνια συζήτηση για το αν είναι το πρώτο ή το δεύτερο μέρος του «Νονού» η καλύτερη μαφιόζικη ταινία όλων των εποχών και για το αν μπορεί να «χωθεί» ανάμεσά τους το «Goodfellas» ή το «Καζίνο», αλλά αυτή η συζήτηση εμπεριέχει μια μεγάλη αδικία: την απουσία του Κιτάνο από αυτή.
Ναι, ο Κιτάνο είναι ένας σκηνοθέτης ισάξιος των δυο προαναφερθέντων και οι ταινίες του μπορούν να συγκριθούν ευθέως με τις προαναφερθείσες μαφιόζικες ταινίες. Αν η δυτική κουλτούρα ήταν λιγότερο αυτοαναφορική, μάλλον θα το γνωρίζαμε…
Μια από τις πιο εμβληματικές ταινίες του Τακέσι Κιτάνο- και μάλλον η καλύτερή του όσον αφορά την ενασχόλησή του με την Γιαγκούζα- δεν είναι άλλη από το ανυπέρβλητο «Sonatine»- κομμάτι του οποίου είναι και ο διάλογος στην αρχή του πσρόντος κειμένου.
Στο «Sonatine» ο Κιτάνο «ζωντανεύει» τον αρχηγό μιας εγκληματικής συμμορίας που ελέγχει μια περιοχή στο Τόκιο. Φυσικά, ένα κομμάτι από τις εισπράξεις που κερδίζει το παραδίδει στο μεγάλο «κεφάλι» της περιοχής, τον νούμερο ένα μαφιόζο της πόλης. Το σύστημα πάει κάπως έτσι: η κάθε συμμορία μπορεί να έχει την περιοχή της και να διατηρεί μια σχετική αυτονομία, αλλά για να δρα χρειάζεται αυτή την «από τα πάνω» έγκριση και, ως εκ τούτου, να βρίσκεται υπό έναν ευρύτερο έλεγχο.
Αν και ο Μουρακάκουα (ο χαρακτήρας του Κιτάνο δηλαδή) είναι ένας πολύ ικανός τύπος και οι προοπτικές για την πλήρη αυτονόμησή του από τον κεντρικό έλεγχο του μεγάλου αφεντικού είναι πολλές, ο ίδιος δεν το σκέφτεται καν: ο κώδικας τιμής της Γιαγκούζα είναι βαθιά ριζωμένος μέσα του και δεν θα τολμούσε ποτέ να σκεφτεί να αμφισβητήσει την εδραιωμένη ιεραρχία.
Κάποια στιγμή, ο Μουρακάκουα δέχεται εντολή από το αφεντικό του να μεταβεί σε την ομάδα του σε ένα μικρό νησί της Ιαπωνίας προκειμένου να διευθετήσει τις διαφορές ανάμεσα σε δυο αντίπαλες συμμορίες που συγκρούονται, να λειτουργήσει ουσιαστικά ως ο μεσολαβητής για την ανακωχή. Μόνο που όταν αυτός και η συμμορία του φτάνουν στο νησί γίνεται κατανοητό πως τα πράγματα δεν είναι έτσι ακριβώς και πως πρόκειται περί παγίδας: το «μεγάλο αφεντικό», θέλει να βγάλει από τη μέση τον Μουρακάκουα και τη συμμορία του, πριν γιγαντωθούν κι άλλο και γίνουν ουσιαστική απειλή.
Η πρωταγωνιστική συμμορία γλυτώνει τελικά, αλλά εναλλακτικές δεν υπάρχουν: πλέον είναι κυνηγημένη και, το πιθανότερο, επικηρυγμένη. Οι πρωταγωνιστές βρίσκουν καταφύγιο σε μια ερημική παραλία του νησιού και περιμένουν. Χωρίς ακριβώς να ξέρουν… τι περιμένουν: περιμένουν τους νέους εκτελεστές για να αναμετρηθούν εκ νέου μαζί τους ή μήπως θα προλάβουν να καταστρώσουν κάποιο σχέδιο διαφυγής πριν το αναπόφευκτο;
Από το σημείο εκείνο και μετά, το «Sonatine» μετατρέπεται από μια τυπική μαφιόζικη ταινία σε ένα υπαρξιακό αριστούργημα, βαθύ και φιλοσοφικό, μια ταινία που δικαιωματικά διευρύνει τα χαρακτηριστικά του έξω από το είδος στο οποίο ανήκει.
Η καθημερινότητα αυτής της βίαιης συμμορίας στην ερημική αυτή παραλία, με τον θάνατο να παραμονεύει και να είναι πιθανό να σκάσει μύτη από στιγμή σε στιγμή, χαρακτηρίζεται από έναν αργόσυρτο, σχεδόν βασανιστικό ρυθμό. Οι εγκληματίες της υπόθεσης, ανήμποροι να σκεφτούν ότι θα γλυτώσουν και εγκλωβισμένοι σε αυτή τη συνθήκη, περνάνε τον χρόνο τους σαν… κατασκηνωτές ενώ βρίσκονται σε διακοπές.
Κάνουν ατέλειωτες συζητήσεις μεταξύ τους, παίζουν διάφορα «παιδιάστικα» παιχνίδια στην παραλία, χαβαλεδιάζουν σαν να είναι μια «κανονική» ανδροπαρέα που βρίσκεται διακοπές. Τίποτα από αυτή την ιδιότυπη καθημερινότητα δεν προδίδει πως αυτοί οι άνθρωποι είναι εγκληματίες. Άλλωστε, η ενασχόληση με το έγκλημα είναι απλά ένα επάγγελμα και κανένας άνθρωπος δεν είναι απλά το επάγγελμά του, αλλά πάντα κάτι πολύ πιο περίπλοκο από αυτό – είναι βαθιά πεποίθηση του Κιτάνο αυτή και σε ετούτη την ταινία την προωθεί όσο πιο φανατικά μπορεί.
Τρομακτικές εκρήξεις συναισθημάτων αναδύονται από το «Sonatine» όσο η ταινία εξελίσσεται και το σκηνικό της παραλίας εδραιώνεται. Ο θεατής βρίσκεται να ταυτίζεται, να γελάει, να συμπάσχει με χαρακτήρες που στην κανονική ζωή δεν θα ήθελε καν να συναναστραφεί. Μόνο που σε αντίθεση με άλλες μαφιόζικες ταινίες, αυτή η αίσθηση δεν είναι αντιφατική. Γιατί αυτοί οι τύποι μοιάζουν να είναι «κανονικοί». Ή ίσως και να είναι…
https://www.youtube.com/watch?v=ydAAZn4lDHY
Ο απόμακρος αρχηγός έρχεται όλο και πιο κοντά με τους άνδρες του όσο περνάνε οι μέρες, οι διαχωριστικές γραμμές καταργούνται, ο ψυχρός σεβασμός στην ιεραρχία απομακρύνεται, η ουσιαστική επικοινωνία της συντροφικότητας εδραιώνεται όλο και περισσότερο. Όσοι είναι εξοικειωμένοι με την στρατιωτική πειθαρχία της Γιαγκούζα θα απολαύσουν την ηδονική αποδόμηση των κανόνων της.
Μπορεί άλλωστε ο Μουρακάκουα να είναι ένας αδίστακτος μαφιόζος αλλά, ταυτόχρονα, είναι και ένας μοναχικός άντρας στη μέση ηλικία και η μελαγχολία του δεν θα μπορούσε παρά να προσπαθεί αγωνιωδώς να εκφραστεί με κάποιο τρόπο. Για πολλούς άλλωστε, το «Sonatine» είναι ακριβώς αυτό: μια σπουδή πάνω στη μελαγχολία της μέσης ηλικίας.
Στο «Sonatine» ο Τακέσι Κιτάνο μεγαλουργεί πάνω στον αγαπημένο του καμβά: την πραγματικότητα της Γιαγκούζα. Αλλά και με φόντο μια ερημική, μελαγχολική παραλία πολύ μακριά από τις μητροπόλεις όπου χτυπά η καρδιά της. Ισορροπεί εξαίσια ανάμεσα στον κυνισμό της βίας και την ένταση της ευαισθησίας (και όχι για μοναδική φορά στη γεμάτη από αριστουργήματα πορεία του στο ιαπωνικό σινεμά) και είναι μάλλον ο πιο ικανός δημιουργός του μαφιόζικου σινεμά για μια τέτοια αποστολή.