Στην αέναη σύγκρουσή της με την DC, είναι γνωστό πως η Marvel έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα και ένα αντίστοιχα μεγάλο μειονέκτημα. Το πλεονέκτημα έχει να κάνει με την πληθώρα των ενδιαφέροντων υπερηρώων σε αντίθεση με την αιώνια αντίπαλό της που έχει να περηφανεύεται μόνο για τον Μπάτμαν και τον Σούπερμαν (και από εκεί και πέρα το απόλυτο χάος αδιαφορίας).
Το μειονέκτημα έχει να κάνει φυσικά με τους villain. Στον τομέα των villain, η DC υπερέχει με χαρακτηριστική ευκολία: οι «κακοί» της Marvel είναι αδιάφοροι και κακοφτιαγμένοι, έχουν απλά διεκπαιρεωτικό ρόλο στις ιστορίες και αποτελούν τον ορισμό των κλισέ περσόνων. Αυτή η αδυναμία για την Marvel μοιάζει εξώφθαλμη ακόμα και σε αυτή την τελευταία δεκαετία της απόλυτης κινηματογραφικής υπεροχής της όταν και με εξαίρεση τον Thanos που εντυπωσίασε στο τελευταίο Avengers, δεν κατάφερε ποτέ να μας προσφέρει έναν κακό που να μπορεί να μείνει στο μυαλό του μέσου θεατή.
Θεωρητικά, αν υπάρχει ένας χαρακτήρας που έχει την δυνατότητα και το ειδικό βάρος να διορθώσει αυτή την αδυναμία της Marvel, αυτός δεν είναι άλλος από τον Venom. Ο αδιαφιλονίκητα μεγαλύτερος αντίπαλος του Spiderman στα κόμιξ, ένας χαρακτήρας που παίζει ανάμεσα στα όρια του «κακού» και του αντιήρωα και (κυρίως) μια σκοτεινή παρουσία ικανή να κάνει πιο ενήλικο το μαρβελικό σύμπαν που (και το ίδιο φαίνεται να έχει καταλάβει πως) χρειάζεται μια αλλαγή κατεύθυνσης ως προς το ύφος τoυ, ο Venom αποτελεί -θεωρητικά- την τέλεια κινηματογραφική προσθήκη για τους κινηματογραφικούς κόμιξ κύκλους.
Η ανακοίνωση περί κυκλοφορίας μιας ταινίας για το origin του Venom και μάλιστα με πρωταγωνιστή την ηθοποιάρα που ακούει στο όνομα Τομ Χάρντι ανέβασε εξαρχής την προσμονή στα ύψη. Μπορεί να μην είχε ξεκαθαρίσει αν η εν λόγω ταινία θα ενταχθεί στο ενιαίο σύμπαν της Marvel ή σε ένα καινούριο παράλληλο σύμπαν (προφανώς οι ιθύνοντες δεν ήθελαν να δεσμευτούν με κάτι προαποφασισμένο αλλά να αποφασίσουν ανάλογα με την υποδοχή της ταινίας) αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι δημιούργησε εξαρχής προσδοκίες για μια ιστορική ταινία.
Για μια ακόμα φορά ωστόσο έγινε ξεκάθαρο πως οι εποχές είναι τέτοιες που δεν μπορείς να προσμένεις σοβαρές superhero ταινίες – εκτός από εκείνες που απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα της μετριότητας. Και το «Venom», που μόλις έφτασε στις ελληνικές αίθουσες, δεν εντάσσεται στην κατηγορία των εξαιρέσεων. Το έμπειρο μάτι είχε ήδη καταλάβει πως πρόκειται για μια ταινία της σειράς από τα πρώτα trailer, που θύμιζαν προώθηση φτηνιάρικης και πρόχειρης ταινίας, βγαλμένης από το παρακμιακό παρελθόν των superhero φιλμ.
Η θέαση του «Venom» υπήρξε απλά η επιβεβαίωση: οι κρυφές ελπίδες πως το trailer δεν θα είναι ενδεικτικό της αληθινής ποιότητας του φιλμ, πως παρά το «παιδικό» ύφος ίσως να βλέπαμε ένα αυτοσαρκαστικό διαμαντάκι με «ταραντινική» βία και υποβόσκουσα μαυρίλα, αποδείχθηκαν ευσεβείς πόθοι και όνειρα θερινής νυκτός.
Το «Venom» είναι μια τόσο μέτρια ταινία που καταλήγεις να την ξεχνάς λίγα λεπτά αφού πέσουν οι τίτλοι τέλους και αυτό είναι ένα τεράστιο «κρίμα» αν λάβει κανείς υπόψιν το πρωτογενές υλικό πάνω στο οποίο καλείται να χτιστεί: ο Venom είναι μια εξωγήινη μορφή ζωής που λειτουργεί ως παράσιτο στον ανθρώπινο οργανισμό, μεταμορφώνει σε ξενιστές τους ανθρώπους (όσοι βλέπετε μια ομοιότητα με το «Alien» δεν πέφτετε καθόλου έξω…) και καταλήγει να ελέγχει στο έπακρο τα σώματά τους.
Ο Τομ Χάρντι υποδύεται έναν δημοσιογράφο, στο σώμα του οποίου μπαίνει αυτό το αλλόκοτο είδος και ξαφνικά αποκτά μια διπλή υπόσταση: την ανθρώπινη και την εξωγήινη με δυο διαφορετικές συνειδήσεις να συνυπάρχουν στο ίδιο σώμα. Η απόσταση σε επίπεδο ηθικής και προτεραιοτήτων κάνει πολύ δύσκολη αυτή τη συνύπαρξη -η οποία επιβάλλεται στην ανθρώπινη πλευρά του διπόλου- αλλά σύντομα αυτές οι δυο πλευρές καταλήγουν να επιθυμούν την συμπόρευση. Ο χαρακτήρας του Χάρντι σιγά-σιγά εθίζεται στις νέες αναβαθμισμένες δυνατότητες που δίνει στο σώμα του η εξωγήινη εγκατάσταση εντός του, τη στιγμή που ο εξωγήινος που αρχικά δεν νοιάζεται καθόλου για την ανθρώπινη ζωή και την αντιλαμβάνεται μόνο εργαλειακά, καταλήγει να γοητεύεται από αυτή και να εξανθρωπίζεται. Και κάπως έτσι ένας δισυπόστατος (κυριολεκτικά) αντι-ήρωας, με πολύ μπερδεμένη ηθική και ένα διαρκές φλερτ με την σκοτεινή πλευρά της ύπαρξης, δημιουργείται.
Πρόκειται για το ιδανικό αρχικό υλικό πάνω στο οποίο θα μπορούσε να χτιστεί μια γκρίζα ταινία, για μια εν δυνάμει τέλεια αποτύπωση χτισίματος ενός villain έτσι όπως πρέπει να είναι: αντιφατικός, περίπλοκος, με βάθος. Και τι διαλέγει να κάνει το «Venom»; Αποφασίζει να πετάξει στα σκουπίδια όλες αυτές τις δυνατότητες, να τιγκάρει στα κλισέ και τις ευκολίες τα διακυβεύματα του υποτυπώδους σεναρίου και (το ακόμα χειρότερο) αντί να αγκαλιάσει την περιπλοκότητα του βασικού χαρακτήρα (για την ακρίβεια του διπλού βασικού χαρακτήρα) και να δομήσει έναν villain, επιλέγει την εύπεπτη και flat προσέγγιση που τελικά οδηγεί σε έναν ρηχό, «μια από τα ίδια» ήρωα.
Σας έχουμε νέα κύριοι του Hollywood: ο Venom δεν είναι ήρωας, είναι villain. Αν δεν έχετε τη βούληση να πείτε την ιστορία ενός villain, μην γυρίζετε καν ταινία με το όνομα «Venom», είναι προσβολή…