Όλοι όσοι βλέπουμε σινεμά και μας αρέσει να μιλάμε γι’ αυτό, να γράφουμε γι’ αυτό, να το αναλύουμε και να διαφωνούμε για αυτό έχουμε στο μυαλό μας πάντα μια ταινία που έχει ενεργοποιήσει αυτή τη συνήθεια. Για κάθε έναν από εμάς αυτή η ταινία αποτελεί κάτι πολύ σημαντικό. Ίσως δεν είναι η καλύτερη που έχουμε δει στη ζωή μας αλλά είναι σίγουρα εκείνη που μας εισήγαγε στον κόσμο του σινεμά με ακόμα πιο επιτακτικούς όρους.
Οι ταινίες που μπορούν να ενεργοποιήσουν κάτι τέτοιο σε έναν θεατή δημιουργούνται με το σταγονόμετρο. Το πολύ-πολύ να βγει μια τέτοια τον χρόνο. Και συνήθως είναι διχαστικές (αλλά ποτέ αδιάφορες): άλλοι τις μισούν με όλο τους το είναι, άλλοι (και μεταξύ αυτών εκείνοι που έχουν εισαχθεί εξαιτίας τους στην παραπάνω κατηγορία) τις θεωρούν ανυπέρβλητα αριστουργήματα. Αυτές τις μέρες προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες μια τέτοια ταινία.
Ο λόγος για το «Suspiria» του Λούκα Γκουαντανίνο, ένα φιλμ που αντιμετωπίστηκε με υπερβολική καχυποψία πριν κυκλοφορήσει και μάλλον δικαίως. Το όνομα «Suspiria» άλλωστε είναι βαρύ σαν ιστορία για τον horror κινηματογράφο, σηματοδοτεί μια από τις πιο ατμοσφαιρικές ταινίες τρόμου όλων των εποχών με την υπογραφή ενός από τους καλύτερους δημιουργούς ταινιών τρόμου όλων των εποχών, του Ντάριο Αρτζέντο.
«Για ποιο λόγο να γίνει ένα ριμέικ του «Suspiria»;», αναρωτήθηκαν οι άπειροι θαυμαστές της ταινίας του Αρτζέντο. Και μάλιστα από τον Λούκας Γκουαντανίνο, τον άνθρωπο που πέρυσι μας παρέδωσε το γλυκανάλατο «Call me by your name», κάποιον δηλαδή που το προσωπικό του στυλ απέχει υπερβολικά από το σκοτεινό ύφος που οφείλει να έχει μια ταινία που φέρει το όνομα «Suspiria». Ας μην υποκρινόμαστε: το «Suspiria» του 2018 άπαντες το περιμέναμε στη γωνία για να το θάψουμε ή στην καλύτερη να πούμε στους φανατικούς εχθρούς που -δεδομένα- θα δημιουργούσε: «Εντάξει μωρέ, αξιοπρεπές ήταν». Κούνια που μας κούναγε.
Όσο ιεροσυλία και αν φάνταζε πριν την θέασή του, σήμερα είναι μάλλον αυτονόητο να ειπωθεί: το «Suspiria» του Αρτζέντο δεν λέει τίποτα μπροστά σε αυτό του Γκουαντανίνο. Για την ακρίβεια, είναι δεδομένο πως, με τα χρόνια, αυτός το έπος που μας παρέδωσε ο Γκουαντανίνο, θα φτάσει να θεωρείται από τον περισσότερο κόσμο ως το μοναδικό «Suspiria» και η πληροφορία πως πρόκειται για ριμέικ θα είναι απλά μια λεπτομέρεια.
Τι κοινό μοιράζεται το τωρινό «Suspiria» με το παλιό εκτός από το όνομα; Πραγματικά, ελάχιστα πράγματα. Στην πραγματικότητα μένει αναλλοίωτη απλά η επίσημη σύνοψη:
Μία νεαρή Αμερικανίδα χορεύτρια, η Σούζι (Ντακότα Τζόνσον), θα ενταχθεί στο δυναμικό μίας σχολής χορού στο Βερολίνο του 1977, διευθύντρια της οποίας είναι μία μυστηριώδης γυναίκα (Τίλτνα Σουίντον). Η είσοδος της νεαρής σε αυτή τη περίεργη και γεμάτη γυναίκες σχολή θα την εντάξει σε έναν κόσμο γεμάτο μυστήριο, σατανιστικές τελετές, μάγισσες, κατάρες, φόνους, κτλ.
Αυτό που κάνει ο Γκουαντανίνο ωστόσο έχοντας ως βασικό του αφετηριακό υλικό αυτήν την (κοινή με της συνονόματης ταινίας της δεκαετίας του ’70) υπόθεση είναι μια αριστοτεχνική, αριστουργηματική και πέρα για πέρα σύγχρονη (ως προς τις βαρβάτες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις της) επέκταση όσων στοιχείων το αρχικό φιλμ απλά αγγίζει επιδερμικά. Διότι αν η ταινία του 1977 είχε μερικές χαλαρές αντιφασιστικές αλληγορίες (που απλά εξαντλούνταν σε οπτικό επίπεδο), εδώ ο Γκουαντανίνο του δίνει και καταλαβαίνει.
Είναι άλλωστε η παγκόσμια συγκυρία τέτοια που σε ολόκληρο τον πλανήτη, δυο αντίρροπες δυνάμεις μοιάζουν να κατευθύνονται η μία κόντρα στην άλλη: από τη μια ο φασισμός, που αναδύεται ξανά σε όλο τον κόσμο και σε πολλές χώρες γίνεται κυβέρνηση (με πιο πρόσφατο παράδειγμα την Βραζιλία) και από την άλλη τα κινήματα των καταπιεσμένων ταυτοτήτων που ψάχνουν να βρουν ισότητα και ορατότητα διαδηλώνοντας, τα κινήματα των μαύρων, των προσφύγων, των LGBT ατόμων, των γυναικών. Σε αυτές τις τελευταίες, στις γυναίκες, επικεντρώνεται ο Γκουαντανίνο.
Αποδεικνύοντας πως είναι ένας δημιουργός που έχει ανοιχτά μάτια και αυτιά όσον αφορά το τι συμβαίνει στον πλανήτη και όχι ένας εγωκεντρικός κουλτουριάρης όπως αυτοί που μας έχουν κατακλύσει, αντιλαμβάνεται το πρωτογενές υλικό του «Suspiria» ως την τέλεια αφορμή για να μιλήσει για την παγκόσμια κατάσταση.
Τοποθετεί την ιστορία του στο διχοτομημένο Βερολίνο του 1977, ένα Βερολίνο που μόλις 30 χρόνια μετά τον καθορισμό της ζωής του από τις μέρες των ναζί βιώνει ακόμα μια μεταβατική, μεταπολεμική πραγματικότητα. Και με επίκεντρο μια αλλόκοτη σχολή γεμάτη γυναίκες, αυθόρμητα και σε μεγάλο βαθμό αντικοινωνικά φεμινιστική, δομεί μια horror αλληγορία που σε στέλνει αδιάβαστο όσο εξελίσσει το σκεπτικό της, σε μπερδεύει για το που το πάει και για το αν το μήνυμά της είναι αληθινά ριζοσπαστικό ή μετριοπαθώς φιλελεύθερο, πριν φτάσει στην αριστουργηματική κορύφωσή της, εκεί όπου, με ολοκληρωμένη πλέον την τοποθέτησή της, σε αναγκάζει να θες να σηκωθείς από τη θέση σου και να την χειροκροτήσεις.
Η κάμερα του Ιταλού ερωτεύεται την Τίλντα Σουίντον, που παίζει έναν διπλό ρόλο: αυτόν της επικεφαλής καθηγήτριας της σχολής και ενός Γερμανού ψυχίατρου (ο μοναδικός αντρικός ρόλος με αληθινή υπόσταση στην ταινία) που έχασε την Εβραία γυναίκα από τους ναζί και προσπαθεί να «ξεσκεπάσει» τα όσα γίνονται στην ανατριχιαστική (αλλά καθόλου απλοϊκή) σχολή – ναι, καλά διαβάσατε: η Σουίντον, αγνώριστη, με αλλαγμένη φωνή και κάτω από τόνους μέικ απ, υποδύεται και έναν γηραλέο άντρα.
H δόμηση της σχέσης ανάμεσα στην διευθύντρια της σχολής που υπηρετεί το πλάνο των ανθρωποθυσιών που έχει αυτή η σχολή των μαγισσών και της νεαρής μαθήτριας που προορίζεται για μια πρωτοκλασάτη υπηρέτρια της μαγείας, είναι σινεμά στα ανώτερα επίπεδά του: οι δυο γυναίκες συγκροτούν μια συνθήκη που υπερβαίνει θριαμβευτικά την κλασική ιεραρχική τους σχέση, οι ρόλοι μπερδεύονται, οι κανόνες της εξέλιξης μοιάζουν μαγευτικοί, επικίνδυνοι και αυθάδεις (σαν το καινούριο που έρχεται με φόρα και ενθουσιασμό να ανατρέψει το παλιό) και ένα δίπολο χαρακτήρων που σπάνια βλέπουμε στο σινεμά καθορίζει το αντιφασιστικό αριστούργημα του Γκουαντανίνο.
«Τρέμετε, τρέμετε, οι μάγισσες επέστρεψαν», φώναζαν και έγραφαν στους τοίχους οι φεμινίστριες εκείνης της εποχής και ο Γκουαντανίνο, εκστασιασμένος από τον τσαμπουκά του συνθήματος αυτού αλλά και γοητευμένος από την horror αισθητική του γυρίζει μια ταινία που δεν είναι καθόλου εύκολη, καθόλου απλοϊκή, εξελίσσεται και προχωρά μέσα από αντιφάσεις και δύσκολες διαδρομές (σαν την κοινωνική κίνηση που αφουγκράζεται ο Ιταλός) πριν τελικά μετουσιωθεί και με την βούλα στην ταινία της χρονιάς: όταν ο Ταραντίνο χειροκροτούσε εκστασιασμένος και έπαιρνε αγκαλιά και φιλούσε τον Ιταλό σκηνοθέτη μετά από μια προβολή του αριστουργήματός του σε ένα διεθνές φεστιβάλ, είναι δεδομένο πως ζήλευε (καλοπροαίρετα) το σινεμά που έκανε ο Γκουαντανίνο σε αυτή την ταινία.
To «Suspiria» είναι το σινεμά που θα ήθελαν πολύ να μπορούν να κάνουν απατεώνες όπως ο Τρίερ ή ο Αρονόφσκι αλλά αδυνατούν γιατί είναι απλά απολίτικοι, εγωκεντρικοί φιγουρατζήδες: σε αντίθεση με τις διάφορες παρλαπίπες που μας έχουν κατακλύσει, εδώ είναι το σινεμά των συμβολισμών και όταν γίνεται σωστά παράγει αριστουργήματα.