Γυρίζεις στο σπίτι μετά από μια εξοντωτική μέρα στη δουλειά (σε κάποια φάση αναγκάστηκες να σταματήσεις να παίζεις πασιέντζα για να πας ένα συρραπτικό στο δίπλα γραφείο). Πεινάς όχι απλά σαν λύκος, αλλά σα μια αγέλη λύκων. Πηγαίνεις, λοιπόν, καρφί στην κουζίνα, όμως εκεί σε περιμένει μια έκπληξη: η κίτρινη η κατσαρόλα δεν έχει τίποτα μέσα της. Ούτε η πράσινη, ούτε η μπλε, ούτε η μπορδοροδοκόκκινη.
Ανοίγεις έντρομος το ψυγείο- πιο άδειο κι από στριπτιτζάδικο στις 10:30 το πρωί. Απ’ ό,τι φαίνεται, η καλή σου δεν κατάφερε να μαγειρέψει σήμερα ούτε να πάει στο super market, προφανώς επειδή της έτυχε κάτι σοβαρό (ίσως να έσπασε κάποιο νύχι της πάλι στο μανικιούρ και… Καταλαβαίνεις).
«Μωρό μου!», φωνάζεις κι αυτή έρχεται μετά από λίγο στην κουζίνα. Κάνετε μια από κοινού δύσκολη διαπίστωση («Μάλλον δεν έχουμε φαγητό, ε;») και μετά της λες να βγείτε έξω να φάτε. Συμφωνεί και κάπου εκεί αρχίζουν οι δυσκολίες: αυτή θέλει να πάει σ’ ένα γκουρμέ εστιατόριο που άνοιξε στα Βόρεια Προάστια, εσύ θες να πας στη λαδόκολλα της γειτονιάς.
Επειδή τη βλέπεις ότι δεν ψήνεται ιδιαίτερα, αρχίζεις να παραθέτεις τα επιχειρήματά σου: «Κορίτσι μου», ξεκινάς, «η τίμια λαδόκολλα είναι απείρως καλύτερη από οποιοδήποτε γκουρμέ εστιατόριο επειδή…
1) Καταλαβαίνεις τι τρως: Το μπιφτέκι είναι το μπιφτέκι, το σουβλάκι είναι σουβλάκι, το λουκάνικο σημαίνει λουκάνικο και ούτω καθεξής. Τι στο καλό, όμως, σημαίνει το «Λανθάνον κρέας που ήθελε να γίνει χορταράκι στα νιάτα του αλλά το απέτρεψε η φύση, “σβησμένο” με κρασί α λα Νταλί»;
2) Τα νεφρά σου μένουν στη θέση τους: Στη λαδόκολλα μπορείς να φας περισσότερο κι από τον Σχορτσανίτη, μέχρις ότου κάθε επόμενη ανάσα να είναι μια αληθινή μάχη για επιβίωση και στο τέλος να σου πει το παιδί που φέρνει το λογαριασμό «26.80, φίλε»- για δύο άτομα.
Στη γκουρμεδιά αν κάνεις το λάθος και δε μιμηθείς τους Γερμανούς που έρχονται διακοπές το καλοκαίρι στην Ελλάδα και παίρνουν μια σαλάτα και μια μπύρα 6 άτομα, τότε ίσως χρειαστεί ν’ αποχωριστείς το ένα σου νεφρό (είσαι και υγιής λευκός, μια χαρά θα πάει στη μαύρη αγορά) προκειμένου να πληρώσεις.
3) Μπορείς να είσαι ο εαυτός σου: Θέλεις ν’ αράξεις πίσω, να «χυθείς» στην καρέκλα σου; Μπορείς! Θέλεις να φας πατάτες με το χέρι; Κανείς δε θα σε παρεξηγήσει! Θες να μιλάς δυνατά με τους φίλους σου γιατί έχετε πιει λιγάκι παραπάνω; Έι, δεν είναι εκκλησία εδώ- ελεύθερα!
Αν πας, όμως, στο συγκεκριμένο εστιατόριο χωρίς να έχεις αποστηθίσει τα SOS του Χρήστου Ζαμπούνη, τότε κινδυνεύεις άμεσα να γίνεις ρόμπα. Και, μάλιστα, ξεκούμπωτη.
https://www.youtube.com/watch?v=uZ7vkmUNTPA
4) Πας όποτε γουστάρεις, απροειδοποίητα: Στη βάρεσε, ρε παιδί μου, όπως τώρα που γύρισες σπίτι και δε βρήκες φαγητό. Δε χρειάζεται ιδιαίτερη προετοιμασία: παίρνεις τη γυναίκα σου, πηγαίνεις λαδόκολλα και ακόμα κι αν είναι πήχτρα το μαγαζί, κάπου θα σε βολέψουν- θα βάλουν, στην ανάγκη, ένα τραπέζι πάνω σ’ ένα άλλο τραπέζι που κάθεται ήδη κόσμος και θα φας.
Αν πας χωρίς κράτηση, όμως, στο γκουρμέ, η κοπέλα στην υποδοχή θα σε κοιτάξει σα να είσαι κράμα εξωγήινου μ’ έναν άλλον εξωγήινο και θα σου πει σα να μιλάει σε 5χρονο «Με συγχωρείτε κύριε, όμως είμαστε γεμάτοι μέχρι τις 7-2-2021. Heloooo!» και θα αισθανθείς πολύ άσχημα. Γιατί να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;
5) Ντύσου πρόχειρα και άσε το κραγιόν σου: Έτσι είναι το στυλ σου- λαδοκολλάρα πας ρε φίλε, ποιος θα σε παρεξηγήσει; Γουστάρεις να πας με τρίχρωμη αντιανεμική φόρμα, μοβ σκαρπίνι και λευκό αμάνικο φανελάκι μέσα από το μπουφάν. Τι, θα σου ρίξουν πόρτα; Ούτε μία στο εκατομμύριο.
Στο εκλεπτυσμένο εστιατόριο, όμως, αν δε θυμίζεις μοντέλο από την τελευταία κολεξιόν του Αρμάνι («Αρ- μάνι- μάνι, man μου», ο τίτλος της), οι πιθανότητες να καταφέρεις να διαβείς την πόρτα και να κάτσεις είναι λιγότερες κι απ’ το να πάρει φέτος ο Παναθηναϊκός αντί για τους όρχεις του, το πρωτάθλημα.
6) Κόβεις δρόμο: Έστω ότι πας στην γκουρμεδιά και παραγγέλνετε κανονικά. Έρχονται τα πιάτα και διαπιστώνεις πως για να δεις πού το καλό είναι το φαγητό χρειάζεσαι μεγεθυντικό φακό- ωπ, να ’το: ένα μικρό πράσινο μπιζέλι με σως σουπιάς. Τρώτε από 6 γεύματα ο καθένας, όμως και πάλι πεινάτε.
Ε, αφού θα καταλήξετε ξανά στη λαδόκολλα για να χορτάσετε τρώγοντας παντσέτες, για ποιο λόγο να κάνετε «παράκαμψη» και να πάτε πρώτα στο εστιατόριο;
Τελειώνεις την απαρίθμηση των (λογικότατων- το menshouse το έπεισες) επιχειρημάτων σου και η κοπέλα σου νεύει καταφατικά καθ’ όλη τη διάρκεια, οπότε εικάζεις ότι πείστηκε κι έχεις μπει ήδη σε mood κοψιδιών.
«Ok», σου λέει, «σε άκουσα. Τώρα πάρε το παλτό σου και πάμε στο “ Le pa de le pen de papien”».
Την κοιτάς με τεράστια έκπληξη, θυμώνεις και αποφασίζεις να πατήσεις πόδι γιατί, διάολε, εσύ κάνεις κουμάντο σε αυτό το σπίτι:
«Ό,τι θέλει το κορίτσι μου».