Κάτι παραπάνω από έναν αιώνα τώρα η ίδια οικογένεια περνά από μέλος σε μέλος της την σκυτάλη προκειμένου να παραμείνει ανοιχτή η περίφημη ταβέρνα του Βαρδή, με τον ίδιο να φεύγει πολύ σύντομα από την ζωή, αλλά τους διαδόχους του να συνεχίζουν να φιλεύουν τον κόσμο με την ίδια αγάπη και λογική που είχε και εκείνος όταν άνοιγε το μαγαζί του.
Φεύγοντας από την Κρήτη και συγκεκριμένα το Ροδοβάνι Χανίων για να εγκατασταθεί στον Υμηττό το 1919, ο Βαρδής ή Βασίλης Μπουρδάκης και η σύζυγός του Ευτυχία, πήραν μαζί τους όσα χωρούσαν σε δυο ξύλινα μπαούλα, αλλά και όνειρα για μια καλύτερη ζωή, πολύ μεγαλύτερα από τις αποσκευές τους.
Τα πενιχρά οικονομικά τους, με εκείνον να πιάνει δουλειά στα τραμ ως τραμβαγέρης δηλαδή οδηγός, ίσα που αρκούσαν για να τους εξασφαλίσουν το να μπορούν να νοικιάσουν ένα δωματιάκι εκεί στους πρόποδες του βουνού που στέκεται πάνω από την πρωτεύουσα.
Τρία χρόνια αργότερα κατορθώνουν να κάνουν το επόμενο βήμα, το οποίο αρχικά δεν μοιάζει πολύ μεγάλο, αλλά τελικά αποδείχτηκε τεράστιο και καθόρισε τη μοίρα όχι μόνο την δική τους, μα και ολόκληρης της οικογένειας. «Έπιασαν» κι άλλο ένα διπλανό δωμάτιο και το μετέτρεψαν σε κρασοπουλειό. Δηλαδή σέρβιραν κρασί, ενώ οι ίδιοι οι πελάτες έφερναν τους μεζέδες τους, με εξαίρεση την βαρελίσια φέτα και την καπνιστή ρέγγα.
Για να συμβεί αυτό βέβαια, χρειάστηκε ο Βαρδής να κατεβαίνει το βουνό με τα πόδια ώστε να φτάνει στα Σπάτα κι από εκεί να φέρνει μούστο. Αυτός έμπαινε στα ξύλινα βαρέλια στο υπόγειο μαζί με ρετσίνι μεγαρίτικο και να γίνεται έτσι η ρετσίνα τους που συνόδευε τους μεζέδες. Η κυρά-Ευτυχία δεν άργησε κι εκείνη να βάζει παραπάνω το χεράκι της, προσθέτοντας σταδιακά πιάτα όπως φάβα, γίδα βραστή, πατσά, τηγανητή αρνίσια συκωταριά και συνέχισε να… τραβάει το κάρο μετά τον θάνατο του άντρα της.
Με την ίδια παρούσα να αποτελεί τον συνδετικό κρίκο, μπήκαν στην οικογενειακή ταβέρνα ο γιος του ζευγαριού, Αντώνης, μαζί με την γυναίκα του, Μαρία. Ακολουθώντας ακριβώς την ίδια πορεία. Ο Αντώνης πήγαινε με τα πόδια για τον μούστο και η Μαρία μάθαινε δίπλα στην Βαρδήνα να βγάζει τα συνοδευτικά πιάτα. Κι όσο περνούσε ο καιρός, ολοένα και νέα πιάτα, λαϊκά αλλά και μερακλίδικα σερβιρίζονταν σε ανθρώπους οι οποίοι αποτελούσαν κινητές διαφημίσεις, αποκαλύπτοντας στόμα με στόμα την μυστική ταβέρνα του Υμηττού.
Σήμερα είναι οι δικές τους κόρες, η Έφη και η Νατάσσα, εκείνες που συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση, φροντίζοντας να μην αλλάξουν καμιά πετυχημένη συνταγή, είτε μιλάμε κυριολεκτικά για τα πιάτα, είτε αναφερόμαστε στον χαρακτήρα και το ύφος. Μπαίνοντας μέσα θα δεις τον τεράστιο σεβασμό στην παράδοση, ξεκινώντας από τις φωτογραφίες των παππούδων τους στους τοίχους και συνεχίζοντας με κάθε πινελιά της διακόσμησης αυτού του χώρου στην οδό Καισαρείας 9, στον Υμηττό.
Το μενού έχει ανανεωθεί και εμπλουτιστεί με κρητικό αρνάκι τσιγαριαστό που ψήνεται αργά για 4 ώρες, στιφάδο αγριογούρουνο, μοσχαρίσιο καπάκι γιουβέτσι, χοιρινό με πράσα, σουτζουκάκια, λαχανοντολμάδες, όσπρια με σέσκουλα, κοκκινιστό με μακαρόνια, χανιώτικο μπουρέκι, καλιτσουνάκια με χόρτα, σοφεγάδα και άλλα, ενώ συχνά τα βράδια το καλό φαγητό και το δικό τους κρασί συνοδεύεται από τους ήχους κιθάρας και μπουζουκιού, στοιχείο παράδοσης κι αυτό αφού κάποτε η ταβέρνα του Βαρδή ήταν το στέκι του σπουδαίου ρεμπέτη Μπάμπη Γκολέ που ξεκινούσε γλέντια τα οποία κρατούσαν μέχρι το πρωί!
Φωτογραφίες από tripadvisor και facebook