Ξετρελαίνει τους τουρίστες: Η νησιώτικη λιχουδιά που αναδείχτηκε Νο1 διεθνώς και τρώγεται μανιωδώς με τα χέρια

Πώς να αντισταθείς – και κυρίως γιατί;

Λένε για τα πατατάκια πως «κανείς δεν μπορεί να φάει μόνο ένα», επειδή δεν έχουν φάει (συμιακό) γαριδάκι! Τότε αυτό θα έμπαινε μπροστά, αυτό θα ήταν το Νο1. Όπως στη λίστα που έφτιαξε ο διάσημος γαστρονομικός οδηγός Taste Atlas αναφορικά με τα πιο νόστιμα πιάτα του κόσμου στα οποία πρωταγωνιστής – για να θυμηθούμε και έναν MasterChef όρο – είναι οι γαρίδες (ή οι καραβίδες).

Το συμιακό γαριδάκι έπιασε κορυφή και αυτό ήταν το σωστό. Ναι, το Taste Atlas μας αγαπάει ως χώρα και πολύ συχνά ξεχωρίζει τα ελληνικά πιάτα, αλλά τι να κάνουμε, φταίμε εμείς που τα κάνουμε τόσο νόστιμα; Η αλήθεια είναι. Αρκεί να δεις πόσο ξετρελαίνονται οι τουρίστες με την κουζίνα μας. Όπως, καλή ώρα, όταν ανακαλύπτουν το συμιακό γαριδάκι. Πέφτουν με τα μούτρα, λερώνουν σαν μικρά παιδιά τα χέρια τους απολαμβάνοντάς το – και πολύ καλά κάνουν, και εμείς ομοίως το ζούμε!

Να πώς τα έγραψε το Taste Atlas για το συμιακό γαριδάκι: «Είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές θαλασσινές λιχουδιές του νησιού της Σύμης. Μια μοναδική ποικιλία από μικροσκοπικές γαρίδες που ζουν στη θάλασσα γύρω από το νησί. Φωτεινά κόκκινα, ντελικάτα και γλυκά, τα μικρά γαριδάκια είναι γεμάτα γεύση, γεγονός που τα έχει κάνει διάσημα σε όλη τη χώρα και όχι μόνο. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να απολαύσετε αυτά τα μικροσκοπικά οστρακοειδή είναι να τα τηγανίσετε σε ελαιόλαδο και σκόρδο μέχρι να γίνουν τραγανά, συνήθως καρυκευμένα μόνο με αλάτι και πιπέρι.

Λόγω της ευαίσθητης φύσης τους, οι τηγανητές γαρίδες τρώγονται συνήθως ολόκληρες, συμπεριλαμβανομένων των ουρών, των κελυφών και των κεφαλιών. Μερικές φορές μπορούν να αλειφθούν με αλεύρι και κορν φλάουρ πριν τηγανιστούν και συνήθως δεν εμπλουτίζονται με άλλα αρώματα ή σάλτσες, εκτός από μια προαιρετική δόση λεμονιού. Οι τηγανητές γαρίδες Σύμης αποτελούν έναν εξαιρετικό συνοδευτικό μεζέ για ένα ποτήρι ελληνικό ούζο ή τοπική ρακή».

Ωραία, τα είπανε, εμείς θα προσθέσουμε μερικά ακόμα πραγματάκια για το… πλήρες του ρεπορτάζ. Η συμιακή γαρίδα (επιστημονικά Plesionika narval) σε ξεγελάει οπτικά, καθώς μοιάζει με γόνο. Στην πραγματικότητα δεν μεγαλώνει περισσότερο, διατηρεί μήκος μόλις 4-7 εκατοστών, κι αυτό ακέφαλη. Είναι ραβδωτή, κατακόκκινη, έχει μακρύ ρύγχος και γεύση που ελαφρώς γλυκίζει.

Ζει σε λασπο-αμμώδη και σκληρά υποστρώματα στην υφαλοκρηπίδα, ενώ εμφανίζεται και σε υποβρύχιες σπηλιές. Απαντάται στον Ινδικό, τον Ανατολικό Ατλαντικό Ωκεανό και στην Ερυθρά Θάλασσα. Στην πιο βόρεια κατανομή του, προτιμά διάφορες περιοχές σε Δυτική, Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο, σε βάθη από 4 έως 910 μέτρα.

Ωστόσο σαν το ελληνικό συμιακό γαριδάκι, δεν έχει. Είναι η πυκνότητα σε αλάτι στη θάλασσα του νότιου Αιγαίου, μαζί με το πετρώδες υπέδαφος, δεν υπάρχει δηλαδή λάσπη ή βούρκοι, που το κάνουν μοναδικό. Στα μέρη μας λοιπόν, αφθονεί στα παράλια της Σύμης, ειδικά στα βόρεια του νησιού, στην περιοχή από το Σεσκλί μέχρι τον Αη-Μιλιανό, αλλά και στην Κάρπαθο και στο Καστελόριζο, όπου προτιμά τα πετρώδη μέρη – τις τραγάνες όπως τα λένε οι ντόπιοι αλιείς – σε βάθη από 2 ως 200 μέτρα. Γεννά όλον τον χρόνο αυγά, οπότε δεν υπάρχει περίπτωση έλλειψής του. Κατοχυρώθηκε με trademark «συμιακό», ακριβώς επειδή οι ντόπιοι ήταν οι πρώτοι που το έφεραν στο εμπόριο.

Με δόλωμά τους ζυμάρι με παστωμένα ψάρια (γόπες, σαρδέλες κτλ), οι Συμιακοί ψαράδες χρησιμοποιούν δικής τους επινόησης γαριδόκιουρτους (είδος ιχθυοπαγίδας), που ρίχνουν κατά εκατοντάδες στη θάλασσα, για το ψάρεμα που γίνεται από τον Απρίλιο ως τον Οκτώβριο. Πάντα πριν βγει το φως του ηλίου.

Κι αφού πήραμε και τις εγκυκλοπαιδικές μας γνώσεις, να μην ξεχάσουμε να πούμε πως το Taste Atlas είχε κι άλλο ελληνικό πιάτο στην εν λόγω λίστα του. Τις γαρίδες σαγανάκι. Ε, ναι και προφανώς. Αλλά εκεί κάτι μας τα χάλασε. Γιατί στην 21η θέση, γιατί τόσο χαμηλά;