Εξυπηρετεί μόνο τη γειτονιά, περιμένεις να μπουν τα υλικά ένα ένα: Το πιο φρέσκο σουβλάκι της Αθήνας εξαντλείται σε λίγες ώρες

Μισό αιώνα (και βάλε)!

Περισσότερο από 50 χρόνια κρατάει αυτή η… κολόνια! Ή, για να είμαστε πιο σωστοί, η ευωδιά που αναδύεται από το πιο φρέσκο σουβλάκι στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. Φτιάχνεται με το ίδιο μεράκι και αφοσίωση από το μακρινό 1972, όταν ο Ανδρέας Καλογερόπουλος έδωσε τα πρώτα «τυλιχτά» στους πελάτες της γειτονιάς.

Το μαγαζί έχει ακόμη το όνομά του, «Κυρ Ανδρέας», αν και ο ίδιος έφυγε από τη ζωή το 1987. Η κόρη του, η κυρία Αγγελική, συνεχίζει ακριβώς στο δρόμο που χάραξε ο πατέρας της, χρησιμοποιώντας μυστικά που πήρε από εκείνον αλλά και την γιαγιά της σχετικά με το πώς φτιάχνεται το σωστό και λαχταριστό σουβλάκι.

Όλα άλλαξαν εκτός από ένα πράγμα

Έχουν αλλάξει πολλά από τότε που βρέθηκε στην περιοχή ο «Κυρ Ανδρέας»… Πρώτα από όλα, τότε λεγόταν «Γηροκομείο». Σήμερα εκεί δεσπόζουν οι φυλακές Κορυδαλλού και σε ένα δρόμο πίσω από αυτές είναι και το κατάστημα. Ίδιο και σχεδόν απαράλλαχτο, όπως τότε που ο Ανδρέας Καλογερόπουλος αποφάσισε να το ανοίξει.

Στην πρωτεύουσα είχε βρεθεί από τη Μεσσηνία και αρχικά δούλεψε ως γκαρσόνι στο καφενείο του αδελφού του. Όμως το 1958 δημιούργησε τον δικό του χώρο, με το… Καφεζυθοπωλείον «Η Νέα Ζωή», όπως μαρτυρά η πρώτη άδεια με σφραγίδα από το «Βασίλειον της Ελλάδος» και την φωτογραφία από τότε που κοσμεί σήμερα έναν από τους τοίχους του μαγαζιού.

Όπως καταλαβαίνει κανείς, αρχικά δεν σέρβιρε σουβλάκια, κάτι που άρχισε να κάνει το 1972, όταν άρχισαν να χτίζονται εκεί κοντά οι φυλακές. Από τότε έμεινε απόλυτα πιστός στη συνταγή και στις συνήθειές του. Όλα φρέσκα, όλα στα κάρβουνα. Κανόνα που ακολουθεί και η διάδοχός του, η κόρη του.

Φρεσκάδα!

Προφανώς η κυρία Αγγελική δεν είναι διατεθειμένη να μοιραστεί όλα τα μυστικά του «Κυρ Ανδρέα». Κάποια από αυτά, ωστόσο, είναι σε κοινή θέα και δεν γίνεται να μην το παρατηρήσεις!

Οι ντοματούλες και το κρεμμυδάκι είναι πάντα διαλεγμένα με προσοχή και στέκονται πλυμένα, αλλά ποτέ κομμένα στον πάγκο. Όπως έχει εξηγήσει, αυτός είναι ο τρόπος για να μην χάνουν την σφριγηλότητα και την φρεσκάδα τους. Θα κοπούν ακριβώς τη στιγμή που θα πρέπει να μπουν στην πίτα, ελαφρώς λαδωμένη για ακόμη περισσότερη γεύση, την ώρα της παραγγελίας.

Το ίδιο και οι πατάτες, οι οποίες όπως μπορεί εύκολα να καταλάβει κάποιος από το σχήμα τους, δεν είναι… προκάτ, αλλά κόβονται στο χέρι και στη συνέχεια… βουτάνε στην φριτέζα, πριν καταλήξουν σε ξεχωριστό πιατάκι, αφού προηγουμένως πασπαλιστούν με ρίγανη.

Το τζατζίκι είναι όσο πηχτό του πρέπει και για να φτιαχτεί χρησιμοποιείται ως βάση το στραγγιστό γιαούρτι, έχοντας παράλληλα τις σωστές ποσότητες από σκόρδο και αγγούρι.

Το κάρβουνο κάνει τη διαφορά

Το βασικό υλικό που θα βρεις σε αυτό το σουβλάκι είναι το πατροπαράδοτο μπιφτεκάκι. Πλασμένο με αγάπη και φροντίδα, όπως του αξίζει, στο χέρι. Μαμαδίστικο, αποκλειστικά με μοσχαρίσιο κιμά περασμένο δύο φορές και με σχήμα τέτοιο ώστε να χωράει τέλεια στο πιτάκι.

Ξαπλώνει πάνω στη σχάρα κάτω από την οποία σιγοκαίνε τα κάρβουνα. Προφανώς κομμάτι της νοστιμιάς οφείλεται και σε αυτό. Τα περισσότερα μαγαζιά το αποφεύγουν λόγω της επιβάρυνσης που συνεπάγεται για τον ψήστη, αλλά η κυρία Αγγελική είναι διατεθειμένη να το υποστεί.

Επίσης πάνω στο κάρβουνο σιγοβράζει από το προηγούμενο βράδυ και αυτή η μαγική σάλτσα ντομάτας που δένει τα πάντα και απογειώνει την απόλαυση. Το μόνο που ξέρουμε για αυτήν, είναι έχει ως βάση τον πελτέ «Κύκνος», άδεια τενεκεδάκια του οποίου χρησιμοποιούνται στη συνέχεια για γλάστρες, όπως συνέβαινε πάντα στην Ελλάδα.

Ανταμείβεται η υπομονή

Το μαγαζί εξυπηρετεί μόνο τη γειτονιά, κάνοντας και ντελίβερι. Αν ήθελε η κυρία Αγγελική θα είχε επεκτείνει την δουλειά της, αλλά προτιμά να μην θυσιάσει τίποτα από την ποιότητα και τις πρακτικές της και να έχει τον απόλυτο έλεγχο.

Αυτός είναι και ο λόγος που θα χρειαστεί να έχεις υπομονή και να περιμένεις την σειρά σου, όταν παραγγέλνεις.

Φυσικά θα ανταμειφθείς για αυτό και θα καταλάβεις από την πρώτη μπουκιά γιατί ολόκληρες γενιές επανέρχονται εδώ, έχοντας δημιουργήσει μια ευλαβική συνήθεια που τους κάνει να επισκέπτονται τον «Κυρ Ανδρέα», στην οδό Ναυάρχου Νοταρά 73, στον Κορυδαλλό, λίγο μετά τις 18:30, όταν και ανοίγει την πόρτα του!