Το τέλος της εναλλακτικής Θεσσαλονίκης: Το θρυλικό μαγαζί που κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι έκλεισε

Θα έπρεπε, και μόνο λόγω ονόματος, να έχει happy ending. Όπως συμβαίνει, δηλαδή, στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο…

Μια φέτα τσιμέντου, που γεννήθηκε από τα αστικά σπλάχνα της μαμάς Ικτίνου. Είναι, ωστόσο, μια φέτα διαφορετικού τσιμέντου- μόλις πάρεις την στροφή δεξιά στο ύψος του σχολείου και περπατήσεις στη Ζεύξιδος, επιτίθεται γλυκά σε όλες σου τις αισθήσεις.

Πρώτα- πρώτα, σε αγκαλιάζει η νοσταλγία. Αυτός, άλλωστε, δεν ήταν και ο βασικός λόγος που αποφάσισες να κατέβεις στο κέντρο; Στην πόλη σου;  Για να θυμηθείς, όπως είπες στον καθρέφτη που σε κοιτούσε επίμονα το πρωί, «τα παλιά»;

Με το που φτάνεις στον αριθμό 6 ενός εκ των πιο φημισμένων- ιδίως στους κύκλους των φοιτητών- δρόμων της Θεσσαλονίκης, μια αγέλη από πειναλέα χρόνια σε χτυπάει στην καρδιά και αρχίζουν αυτοστιγμεί οι ρυθμικές αρρυθμίες. Λίγο πριν χαθείς στο λαβύρινθο των ετών, με την άκρη του ματιού σου βλέπεις μια λευκοντυμένη, καλλίπυγο κοπέλα να σου χαμογελά. Σου κουνάει το χέρι και…

Βυθίζεσαι.

Διαβάζεις ξανά την επιγραφή. Λέει “Pastaflora darling” και σου θυμίζει, βεβαίως, την ταινία του Ντίνου Δημόπουλου «Μια τρελή, τρελή οικογένεια» με την αξεπέραστη Μαίρη Αρώνη στον κεντρικό ρόλο. Εικάζεις πως, αν και έχουμε 2002, η ονομασία του μαγαζιού έχει παρθεί σίγουρα από το φιλμ. Κάνεις λάθος, όμως αυτό ελάχιστη σημασία έχει.

Αυτό που μετράει είναι πως έχεις εντυπωσιαστεί από τα φαναράκια που έχουν τοποθετήσει έξω οι ιδιοκτήτες, προκειμένου να καταφέρουν μια τηλαυγή ρωγμή στα σπλάχνα του «άρρηκτου» σκοταδιού.

Μπαίνεις, χωρίς να το καταλάβεις, μαγεμένος μέσα. Είσαι 17 ετών, μαθητής τρίτης λυκείου, και θεωρητικά αυτή τη στιγμή πρέπει να μιμηθείς τον Μορίς Γκριν και να κάνεις 9.79 στα 100 μέτρα που σε χωρίζουν από το φροντιστήριο. Έχεις ιστορία και θα ήταν αμαρτία να χάσεις κι άλλο μάθημα.

Όχι για σένα, για τη φουκαριάρα τη μάνα σου, την οποία προσπαθούσες μετά τους ελέγχους να πείσεις πως η βαθμολόγηση στο λύκειο είναι και αυτή με άριστα το 10 και, ως εκ τούτου, το γεγονός πως είχες πολλά 9άρια και ένα 12άρι σημαίνει, απλούστατα, ότι το τερμάτισες.

Κάτι, όμως, σ’ ελκύει σ’ αυτή τη νεότευκτη καφετέρια κι έτσι κοντοστέκεσαι. Η τεχνικολόρ αισθητική της, οι φορμάικες τραπεζαρίες, τα «μεθυστικά» φωτιστικά, τα πάσης φύσεως μικρά βαζάκια που κοσμούν τους πάγκους, οι ρετρό πίνακες και το έκδηλο vintage στοιχείο θα μπορούσαν κάλλιστα να συντελούν το τέλειο σκηνικό ταινίας του Πέδρο Αλμοδοβάρ.

Στο βάθος, δίπλα στο σερβιτόρο, η λευκοντυμένη κοπέλα σου στέλνει ένα γλυκό φιλί. Κάνεις πως το πιάνεις με το χέρι σου και…

2007, πια. Φοιτητής από μαθησιακή καραμπόλα, με μόνο θύμα τη φιλοσοφική του ΑΠΘ.  Η Pastaflora έχει γίνει το στέκι σου, το σημείο που κατευθύνεστε αυτομάτως με τα φιλαράκια σου μόλις κάποιος αναφωνήσει «Πάμε Ζεύξιδος;».

Πάτε, εν τέλει. Στ’ αυτιά σου φτάνουν υπέροχες τζαζ νότες «καμωμένες» στο καλλικέλαδο λαρύγγι ενός άγνωστου τραγουδιστή. Διάολε, περνάς τόσο καλά μέσα στην 60s αισθητική του χώρου, που τον αισθάνεσαι δεύτερο σα δεύτερο, άυλο δέρμα σου.

Κάθεστε έξω, στα τραπεζάκια του πεζόδρομου και φωνάζεις την σερβιτόρα για να παραγγείλετε. Γυρίζει και διαπιστώνεις πως είναι και πάλι η κοπέλα με το λευκό φόρεμα. «Τι θα πάρετε παιδιά;», σας ρωτάει και…

Έχει πάει 2011. Έχεις ξεμπερδέψει εδώ κι ένα χρόνο με το φανταρικό («Απονέμεται στον υπέρτατο γιωτά της 309 ΕΣΣΟ», γράφει πάνω η πλακέτα που σου έδωσε ο διοικητής φεύγοντας από το λόχο στον Έβρο) και δουλεύεις εντέχνως τους πάντες στη νέα σου δουλειά.

Στα διαλείμματα, φυσικά, πηγαίνεις στο Pastaflora μαζί με την αρχισυντάκτριά σου και τους υπόλοιπους συντάκτες γιατί… να, το μέρος εξακολουθεί να ασκεί μια ξεχωριστή γοητεία πάνω σου. Πάνω, για να είμαστε ακριβέστεροι, σε όλους σας.

Το βλέμμα σου χάνεται εκ νέου ανάμεσα στους θαυματουργούς σκίουρους, στους νάνους, στην Αλίκη που βρίσκεται στη χώρα των θεσσαλονικιώτικων θαυμάτων- όλα τους υπέροχες κούκλες διάσπαρτες στο μαγαζί- και νιώθεις πως η χρονομηχανή εξακολουθεί να λειτουργεί άψογα, με μοναδικό καύσιμο την αγάπη για μια αλλοτινή εποχή.

Μια κοπέλα σου ψιθυρίζει μελίρρυτα στο αυτί κάτι («Συγγνώμη που σ’ ενοχλώ, αλλά…»), εσύ προβάρεις ήδη την συνήθη ατάκα προσέγγισης όταν ψυχανεμίζεσαι πως επίκειται αβυσσαλέο καμάκι («Τι βυζάρες είναι αυτές, μάτια μου; Εεε, με συγχωρείς, εννοώ τι ματάρες είναι αυτές, βύζοι μου…»), όμως πριν προλάβεις να πεις οτιδήποτε η νεαρή κοπέλα με το λευκό φόρεμα σου χαϊδεύει τα μαλλιά και…

Το ημερολόγιο λέει 2015. Πρώτη άδεια από το νέο σου πόστο στην Αθήνα και ευκαιρία για επιστροφή στα πάτρια εδάφη. Τα παιδιά, οι φίλοι σου δηλαδή, λένε ότι ψήνονται να πάτε κέντρο- «Τι θα έλεγες για μια Ζεύξιδος για καφέ, ρε χαμουτζή;».

Απαντάς ένα απλό «μπαλαλάικα», με αρκούντως τονισμένο το λάμδα όπως μόνο οι βέροι Θεσσαλονικείς μπορούν να το πουν, περνάς το λεκτικό τεστ με άριστα και ξεκινάτε, φυσικά, για την Pastaflora.

Τα χρώματα μαγνητίζουν γι’ ακόμα μία φορά τον αμφιβληστροειδή σου, ο Monsieur Minimal ακούγεται από τα ηχεία να ερμηνεύει το τραγούδι- ωδή στο μαγαζί του Γιάννη και του Δημήτρη, ο old fashioned αέρας ποτίζει γι’ ακόμα μία φορά τα κύτταρα μέχρι γαλήνιας εξαντλήσεως και ο κόσμος- ίδιος και απαράλλακτος, θαρρείς, εδώ και 10+ χρόνια- γεμίζει απ’ άκρη ως άκρη το καφέ.

https://www.youtube.com/watch?v=yH7a29DRuXM

Δίπλα στον κεντρικό καθρέφτη του καταστήματος, αριστερά από τον χαρακτηριστικό πίνακα της ξανθιάς γυναίκας, στέκεται και πάλι Εκείνη, απαστράπτουσα όπως πάντα μέσα στο λευκό της φόρεμα.

«Έι, σε ξέρω εσένα!», φωνάζεις προς το μέρος της και κάνεις να την πλησιάσεις. Η μουσική δυναμώνει, τα φώτα γίνονται πιο έντονα, οι νάνοι σε κοιτάνε σχεδόν χαιρέκακα πλέον και…

Και αισθάνεσαι πως βρίσκεται ξαπλωμένος στο τσιμέντο μία αιωνιότητα και δύο ημέρες. 2018, καλοκαίρι και μια οπτική μαχαιριά έχει καταφέρει καίριο πλήγμα στην ψυχολογία σου.

«ΠΩΛΕΙΤΑΙ», γράφει το κομμάτι χαρτιού στην, επί 16 ολόκληρα χρόνια φωτεινή, τζαμαρία της Pastaflora.

Αχ, darling, τι σου συνέβη; Σε παρακαλώ, σταμάτα  το κακόγουστο αστείο και άνοιξε την πόρτα σου. Μερικοί από εμάς θέλουμε να πιούμε καφέ, ν’ ακούσουμε τζαζ μουσική, ν’ αφεθούμε στη ρετρό μαγεία σου.

Αίφνης, ένα γυναικείο χέρι σου πιάνει τον ώμο και δυο γυναικεία χείλη χαϊδεύουν τ’ αυτιά σου. Αυτή τη φορά, ακούς πολύ καλά τι έχει να σου πει η λευκοντυμένη κοπέλα: «Ακόμα και το παρελθόν δεν είναι, πια, αυτό που ήταν κάποτε», ψελλίζει και μετά χάνεται στο βάθος.

Ένας υγρός στρατός γεννιέται στα μάτια σου και ξεχύνεται στο κατόπι της, μήπως και την προλάβει.

Μη φοβάσαι, δε σε παρεξηγεί κανείς.

Ποιος ανόητος δε θα ήθελε να πάρει αγκαλιά για μια ακροτελεύτια φορά την ίδια του τη νιότη;