Παλιά έμπαινε σε κάθε σπίτι: Το πιάτο που «ξεμέθυσε» γενιές και γενιές Ελλήνων το τρώνε πλέον ελάχιστοι

Συρρικνώνεται αλλά δε θα χαθεί.

Ήταν η πρώτη επιλογή μετά από ξενύχτια με ποτά, μετά από κάθε νυχτερινή διασκέδαση που σε έφτανε ως το πρωί, η πρώτη σκέψη για να κλείσει η έξοδος με κάτι καταπραϋντικό, κάτι νόστιμο που και θα χορτάσει το άδειο σου στομάχι και να θε βοηθήσει να αντιμετωπίσεις το μεθύσι λίγο πριν οδηγηθείς στο κρεβάτι του ύπνου. Ο πατσάς ήταν πάντα εκεί δίπλα σου να σε βοηθήσει. Για πόσο όμως θα είναι ακόμα;

Δε χρειάζονται επιστημονικές έρευνες ή δεδομένα για να αντιληφθούμε όλοι ότι ο πατσάς έχει γίνει ένα πιάτο που οι Έλληνες και ειδικότερα οι νεότεροι αποφεύγουν να γευθούν. Όχι μόνο τις πρώτες πρωινές ώρες, γενικότερα έχουν αφαιρέσει από το μενού των γαστρονομικών επιλογών τους. Ο κάποτε «βασιλιάς» του μεταμεσονύκτιου φαγητού έχει συρρικνωθεί σε πολύ λίγα μαγαζιά που το σερβίρουν παραδοσιακά όπως παλιά.

Στη Θεσσαλονίκη τα περισσότερα μαγαζιά που το σέρβιραν έκλεισαν ή άλλαξαν μενού, στην Αθήνα πλέον είναι δαχτυλοδεικτούμενα όσα τον σερβίρουν και πλέον ξέρουν οι περισσότεροι πελάτες τα ελάχιστα μαγαζιά που θα τον βρουν περιποιημένο και ζεστό όπως αξίζει στο στομάχι σου.

Οι σεφ και μάγειρες που συνεχίζουν να τον μαγειρεύουν βλέπουν μία στροφή του νέου κόσμου σε άλλες επιλογές, μετά τη νυχτερινή τους διασκέδαση. Επιλογές που πάντα υπήρχαν αλλά τότε ο πατσάς δεν ήταν εκτός «μόδας», το εντόσθια και τα ποδαράκια δε δημιουργούσαν τόσα «ίουυυ» σιχαμάρας σε σχέση με πίτσες, «βρώμικα» σάντουιτς, κρέπες, μπέργκερ, μεξικάνικα και ό,τι άλλο επιλέγει πια η νεολαία έναντι του πατσά.

Τα φαγητά που περιέχουν εντόσθια γίνονται όλο και πιο εποχικά, μια δυο μέρες τον χρόνο ως παράδοση όπως για παράδειγμα η μαγειρίτσα. Το κοκορέτσι αντιστέκεται ακόμα αλλά και αυτό το βρίσκεις όλο και σε λιγότερα ψητοπωλεία σαν επιλογή γεύματος στη σούβλα. Ο πατσάς που δε συνδέεται με κάποια χριστιανική παράδοση ή εποχικό έθιμο κρατάει ακόμα αλλά ακολουθεί φθίνουσα πορεία μαζί με τα υπόλοιπα εδέσματα.

Η σούπα ως φαγητό μετά το ξενύχτι εξάλλου είναι γενικώς δεύτερη επιλογή, ίσως γιατί πρέπει να κάτσεις σε τραπέζι για να την φας, ίσως γιατί θέλει μία συγκεκριμένη ιεροτελεστία μαγειρέματος, σερβιρίσματος από το μαγαζί και μετά αλατοπιπερώματος  και παπάρας ψωμιού από τον πελάτη. Οι νέοι προτιμούν κάτι στο όρθιο, κάτι τυλιχτό που θα το φάνε με τα χέρια κάτι πιο γρήγορο. Η ταχύτητα και η πίεση του χρόνου είναι εχθρός του πατσά, ενός φαγητού που δεν μπορείς να φας δυο τρεις μπουκιές και να το πετάξεις στα σκουπίδια με το περιτύλιγμα. Τον πατσά τον τελειώνεις και αυτό θέλει τον χρόνο του.

Στο θέμα ηλεκτρονικών παραγγελιών ο πατσάς γίνεται ακόμα πιο σπάνια επιλογή καθώς εκεί θα πρέπει να ανταγωνιστεί όχι μόνο καντίνες και 24ωρα πολυφαγάδικα αλλά και ασιατική κουζίνα, μαγειρευτά κα. Μαζί με μία στροφή στη χορτοφαγία και τον βιγκανισμό, ο πατσάς μοιάζει καταδικασμένος να παραμείνει μόνο σε συγκεκριμένα στέκια χάνοντας την αίγλη του παρελθόντος.

Θα χαθεί μία για πάντα από τις επιλογές του Έλληνα; Δύσκολο να γίνει αφού κάτι αντίστοιχό του δεν υπάρχει και οι αφισιονάδος του είναι πάντα εκεί για να το επιλέξουν. Απλά αυτοί είναι μεγαλύτερης ηλικίας και τα μηνύματα από τις νεότερες γενιές δείχνουν ότι ελάχιστοι νέοι τον έχουν ψηλά στις επιλογές. Οι επιλογές τους όμως είναι θέμα μόδας και η μόδα κάνει κύκλους, κάποια στιγμή χάνεται. Ο πατσάς δε θα χαθεί γιατί δεν είναι μόδα, είναι μυσταγωγία, είναι παράδοση και οι παραδόσεις κρατάνε.