Ό,τι συμβαίνει στην Νταμούχαρη, δεν μένει στην Νταμούχαρη!

Ο Θείος Λάρι ανοίγει το κουτί των αναμνήσεων και μας αφηγείται μια ιστορία στην Νταμούχαρη που έχει τα πάντα: Περιπέτεια, συγκινήσεις, σεξ (not)

Αν κοιτάξεις το μερολόγιο θα καταλάβεις πως όσο και να μην θες να το παραδεχτείς, το καλοκαίρι πάει, μας άφησε χρόνους. Τώρα ήρθε η ώρα ν’ ανοίξει ο Φίλης τα σχολειά, ν’ αναρωτιέσαι γιατί χάλασε πάλι του Ροναλντίνιο στο θρύλο και ν’ αναλογίζεσαι αν για τον κάθε μουντρούχο που ξεστομίζει «καλό χειμώνα» αξίζει το γκόπο να του τσαλακώσεις τη φατσική του υπόσταση και να γυρίσεις στη φυλακή. Εκεί τουλάχιστο, δεν έχει τόσο σημασία το τι βγαίνει από το στόμα του καθενός, αλλά κύρια το τι μπαίνει (αφού από όσο θυμάμαι, το φαΐ είναι χάλια).

Αλλά ας αφήσουμε στην άκρη για την ώρα τσι περιπέτειες με το νόμο για να επανέρθουμε στο θέμα μας που ‘ναι οι διακοπές. Ο άντρας ο σωστός ένα πράμα μοναχά βάζει στο νου του όταν βλέπει το θερμόμετρο ν’ αρχίζει ακροβασίες. Ούτε θάλασσες, ούτε νερά, ούτε τίποτα. Εκειός ο διάολος που κρύβουμε στο βρακί μας κάνει κουμάντο και ψάχνει ευκαιρίες για να μουσκέψει . Δε μπα να ‘σαι 18 χρονώ, δεν μπα να ‘σαι 62. Το θέμα είναι να δουλέψει υπερωρίες το ματζαφλάρι.

Εγώ τη Ζωζώκα την ήθελα περισσότερο κι από όσο ο Σάββας Θεοδωρίδης το 50/50, ωστόσο τα πράματα κατέληξαν πιο μαύρα κι απ’ τη ζώνη του Βάιου Καραγιάννη στο καράτε.

Θέλουνε κομμάτι προσοχή όμως ευτές οι δουλειές και για να ‘χεις τα κεφάλια σου ήσυχα του χρόνου, αφού ετούτοι εδώ οι αθρώποι δεν εδέησαν ν’ ανοίξουν το σάι νωρίτερα για να σε σώσω από φέτο, κράτα σημειώσεις για το 2017.

Α θες να παίξεις μπάλα, κοίτα να μείνεις στο γήπεδό σου. Μην τη μπατήσεις όπως εγώ το καλοκαίρι του ’90, που με Μητσοτάκη κυβερνήτη αποφάσισα να τρέξω πίσω από μία φούστα κλαρωτή που μ’ έβαλε ν΄ απαρνηθώ όλο μου το είναι. Βλέπεις, εκείνη η κοκκινομάλλα η Ζωζώ ήταν ορφανό του Λένιν και το πέσιμο του Τείχους στο Βερολίνο κάτι μήνες νωρίτερα τσ’ είχε προκαλέσει «λανθάνουσα κατάθλιψη», πράμα που πάει να πει πως είχε μούτρα και κάθε φορά που τηνε ρώταγες τι έχει, σ’ απαντούσε κάτι ακαταλαβίστικα γιομάτα Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα.

Κι αντί η Ζωζώ να τιμήσει τσ’ αγώνες του μ’ ένα ταξίδι στη Κούβα, η αθεόφοβη ξηγήθηκε λεύτερο κάμπιγκ στη Νταμούχαρη και κάλεσε κι εμέ για να τση κάμω την παρηγορήτρα στα κατσάβραχα, δίπλα από κάτι άλλους άπλυτους που νομίζανε πως παίρνανε μέρος στην άσκηση Παρμενίων, αλλά δίχως ντουφέκια και στολές…

Το μόνο χούι τους που βρήκα ενδιαφέρον ήταν το οτί αφήνανε αποβραδίς κάτι γόπες χοντρές-χοντρές όξω από τις σκηνές τους, όπως βάζουν οι φιλοζωικές πιατάκια με νερό για τα σκυλιά δίχως αφέντες. «Για τον αδέσποτο σύντροφο παραθεριστή», έλεγαν…

Θυμάστε εκειό το ωραίο που ‘χε πει η Νίκη Μπακογιάννη όταν πήρε τ’ ασημένιο και μετά το καμε βιβλίο ένας Πορτογάλος προπονητής του Ολυμπιακού, ο Κοέλιο; (ή τ’ ανάποδο, δεν τα θυμάμαι καλά). Πως όταν θες κάτι πάρα πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να  το πετύχεις; Ε, μετά συχωρήσεως, μπαρμπούτσαλα! Εγώ τη Ζωζώκα την ήθελα περισσότερο κι από όσο ο Σάββας Θεοδωρίδης το 50/50, ωστόσο τα πράματα κατέληξαν πιο μαύρα κι απ’ τη ζώνη του Βάιου Καραγιάννη στο καράτε.

Στο δρόμο για τα χωράφια που θα κατασκηνώναμε, εκεί όπως προσπαθούσα να βολέψω το κορμί μου στη θέση του συνοδηγού προκειμένου να χωρέσουν πίσω τα σακουαγιάζ στο ντεσεβώ, ένιωσα το πρώτο χτύπημα της μοίρας. «Έχω πονόδοντο ΚΑΙ πονοκέφαλο», άκουσαν τ’ αυτιά μου κι αυτόματα έδωκε σήμα ο εγκέφαλος στο στόμα να μην πει την απόλυτη και προφανή αλήθεια. «Ε, αφού έχεις γ@μηθεί στις σοκολάτες κι έχεις λιώσει την κασέτα με εκειούς τους αγέλαστους τους Κατσιμιχαίους, που το ‘χουν σε κακό να γράψουν ένα χαρούμενο τραγούδι, τι περιμένεις κοπελιά», ήθελε να πει ο θείος Λάρις. Αντί γ’ αυτό, συμβιβάστηκε μ’ ένα «αγάπη μου πάμε να στήσουμε και μετά θα σου βρω εγώ φαρμακείο». Όπως κι έγινε, με τη διαφορά πως όπως έμαθα με σκληρό τρόπο, στην περιφέρεια Νταμούχαρης εκειά τα χρόνια δύο πράματα δεν έβρισκες με τίποτα: φαρμακοτρίφτη και τσίπουρο άνευ γλυκάνισου.

Μέχρι να πιστρέψω με κάτι παλιοντεπόν και κάμποσα προφυλαχτικά στη κωλότσεπη, είχα μετατρέψει το «κάθε εμπόδιο για καλό» σ’ ευαγγέλιο. Αποδείχτηκε πιο μούφα κι από εκείνο του Ιούδα… Βλέπεις, γελοίε Κοέλιο, η Ζωζώ είχε καταφέρει τ’ αδύνατο. Είχε πατήσει αχινό, που από ό,τι ελέγανε κάτι παλαιοί πότες, τέτοιο ζωντανό είχε να εμφανιστεί στα νερά της περιοχής από τότε που το Ρότσα τονε λέγανε Μπουμπλή…

Τι Λάρις θα ‘μουνα, όμως, αν δεν μπορούσα να διακρίνω την ευκαιρία που γέννησε η κρίση (πολύ πριν αυτή η σαχλαμάρα γίνει η αγαπημένη ατάκα του κάθε φιλελέ μεσ’ τα μνημόνια). Πονάει η Ζωζώ, δεν περπατάει η Ζωζώ, τατούρλουρου ανάσκελα στη σκηνή η Ζωζώ, παρηγόρια ψάχνει η Ζωζώ. Κάπου εκεί μπαίνω κι εγώ, με συμμάχους σκοτάδι κι αναθυμιάσεις, ένιωσα Πυθία που προέβλεπε πως μια απαίσια μέρα θα τελείωνε με του έρωτος τα γούστα. Αν και το βασικό ήταν να τελείωνα εγώ.

Ωστόσο, εκείνο που ετελείωσε ήταν οι αυταπάτες. «Μου ήρθε περίοδος», ήταν το τελευταίο πράμα που την άκουσα να λέει, πριν βάλω όπισθεν και την ουρά στα σκέλια. Βούτηξα 2-3 γιομιστά τσιγάρα για το δρόμο και βγήκα στη δημοσιά για ότο-στοπ. Για το τι έγινε από εκεί και πέρα, δεν βγάζω λέξη γιατί ντρέπουμαι λίγο. Άλλη φορά. Σα συμβουλή, σα κατακάθι της κουβέντας, όμως, σας συνιστώ  να αποφεύγετε τις αριστερές στις διακοπές. Είναι κακότυχες. Αλλά δεν φταίει κανένας άλλος, εγώ φταίω. Ένα από τα πράματα που δεν έμαθα όταν ένα φεγγάρι έκαμα το φοιτητή ήταν πως α θες «και α και ου», η λύση είναι ΔΑΠ-Νου Δου Φου Κου. Κράτα το για του χρόνου…