Βύσμα σε μαύρη μονάδα στο στρατό, αυτή η γάγγραινα

Από όλα τα κατακάθια που κυκλοφορούνε εκεί έξω, ένα είναι το χειρότερο. Το βύσμα… Όμως όχι όποιο κι όποιο, αλλά εκειό που σκάει μύτη σεινάμενο κουνάμενο στο μαύρο στρατόπεδο.

Υπάρχουνε πολλές κατηγορίες αθρώπωνε που θα καταλήξουνε στο πυρ το εξώτερο, το αιώνιο κι ακόμα παραπέρα. Οι πωλητές μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, όσοι καθαρίζουνε τη μύτη τους ενώ οδηγάνε, αυτοί που τις αμολάνε στα ασανσέρια ή εκείνοι που μπαίνουνε μπροστά σου στη σειρά και λένε «δεν θέλω τίποτα καλέ, μόνο μια ερωτησούλα θα κάνω», λες και οι υπόλοιποι περιμένουνε στην ουρά για να εξομολογηθούνε.

Βύσμα κύριοι, το χειρότερο πράμα του κόσμου…

Όσο απαίσια συναισθήματα κι αν γεννούν όμως αυτοί οι άθλιοι τύποι, οι οποίοι κάποια στιγμή θα δώσουν ραπόρτο στο θεό για τα αμαρτήματά τους, τίποτα δε συγκρίνεται με το απόλυτο κατακάθι. Το βύσμα που σκάει μύτη στο στρατό σε ένα μαύρο, κατάμαυρο στρατόπεδο.

Αν έχεις φορέσει τα χακί, δε χρειάζεσαι τρανσλέισον. Ξέρεις ότι βύσμα δεν είναι κάτι που μπαίνει σε ηλεκτρική συσκευή και το μαύρο δεν είναι το αντίθετο του άσπρου. (Όχι κυρά μου, άνοιξε καμία εγκυκλοπαίδεια, το μαύρο ΔΕΝ είναι χρώμα).

Το συγκεκριμένο βύσμα είναι ένα αποτυχημένο βύσμα. Υπό την έννοια πως η «άκρη» του δεν μπόρεσε να τονε πάει σε μία μετάθεση τση προκοπής. Σε μία μοναδά, δηλαδής, γιομάτη από όμοιούς του. Από βύσματα, πάει να πει, που από τη μία περιμένουνε να απολυθούνε κι από την άλλη κάθε μέρα νέους από κάποιο κέντρο νεοσυλλέκτων που θα έρθουνε να κάμουνε τσι υπηρεσίες. Τέτοιες μονάδες υπάρχουνε καμπόσες. Τουλάχιστο στα χρόνια μου έτσι ήτο η Στρατολογία στο Ρουφ ή το στρατόπεδο κάτω από τα ραντάρ στην Αγία Παρασκευή. Εκεί οι στρατιώται κυκλοφορούσαν με πολιτικά, μία φορά τη βδομάδα ερχόταν καθαρίστρια, φαγάκι έφερνε στην πύλη η μαμά και κάτι ταλαίπωρα φαντάρια από το Χαϊδάρι κι άλλες περιοχές, εκάνανε περιπολίες και σκοπιές.

Το βύσμα για το οποίο ομιλούμε δεν είναι τέτοιο. Δεν διέθετε κυνόδοντα αρκετά δυνατό για να του εξασφαλίσει μια θέση στη Γη τση Επαγγελίας για το υπόλοιπο της… σκληρής θητείας για την οποία αργότερα θα καυχιέται πως πέρασε περίπου όπως εκειός ο Ράμπο στο πρώτο αίμα. Σκάει, το λοιπόν, σε μια μονάδα όπως εκειό το περίφημο «Κοτσιφοπέδιο» σε γνωστό νησί του Αιγαίου και πιστεύει πως η θητεία του θα είναι μια βδομάδα προσαρμογής που θα κρατήσει μέχρι την ώρα που θα κρατήσει στα χέρια του τη «Ροζαλία».

Ο Γιώργος, το βύσμα ο γιωτάς

Ο δικός μας λεγότανε Γιώργος, εφόριε ματογυάλια και όπως έμαθε με το πιο σκληρό τρόπο ο επιλοχίας λόχου, ο οποίος στην πραγματικότητας ήτο ένας δεκανέας με καταγωγή από τον Πύργο και απαίσιο μύστακα, ήξερε (όχι ο ίδιος, αλλά μάλλον η… μανούλα του όπως σχολιάζαμε οι υπόλοιποι) κάποιον ταξίαρχο.

Αυτή η άθλια, μίζερη ύπαρξη (όχι ο δεκανέας μωρέ, για τον Γιώργη μιλάω) ήτο και γιωτάς. Επίσης ένα χαρακτηριστικό του βύσματος είναι πως είναι άοπλος, πράγμα που σημαίνει, ότι οι υπηρεσίες του περιορίζουνται στα σκληρά θαλαμοφυλίκια. Τι να το κάμεις όμως, όταν ο λόχος σου καλύπτει τρεις σκοπιές και τα περίπολα, ενώ η δύναμή του είναι μικρότερη και από το ρόστερ του Παναθηναϊκού αν βγάλεις εκειούς που έφερε ο Στραματσόνι και δεν υπολογίζει ο Ουζουνίδης;

Κάπως έτσι σκέφτηκε και ο νεαρός, μυστακιοφόρος δεκανέας που έκανε χρέη επιλοχία λόχου (στον ελεύθερο χρόνο του μετά το περίπολο 3-6 το πρωί) και μετά τη βδομάδα προσαρμογής έκαμε το λάθος να τον έχει απίκου πέντε μέρες σερί υπηρεσία. Μπας και δώσει σε κάνα καψερό από τσου υπόλοιπους μια έξοδο, που είχανε να δούνε τέτοια από το στρατόπεδο από μία μέρα που στο ΚΨΜ έδειχνε το «Τελευταία Έξοδος Ρίτα Χέιγουορθ». Μα την Παναγία, έτσι ήτουνα όπως σας τα λέω. Τριάντα μέσα μία όξω. Αφού υπήρχανε φαντάροι που με το εξοδόχαρτο στα χέρια κρεμόσαντο από την πύλη και δεν θέλανε να βγούνε όξω, λες και ήτανε ισοβίται που πήραν χάρη. Δεν ηξέρανε τι να κάμουνε και φοβόσαντο οι καημένοι τον έξω κόσμο. Για τέτοια κατάντια στο «Κοτσιφοπέδιο».

Ωστόσο, ένα κακό που έχουν τα βύσματα είναι πως δεν είναι μουγκά. Αντίθετα, συμπεριφέρουνται σαν καρδερίνες στα κλουβιά. Πάει να πει, κελαηδάνε. Έτσι κελάηδησε κι ο Γιώργης στη μαμά του κι εκείνη με τη σειρά της στον «κουμπάρο» τον Ταξίαρχο (που στην πραγματικότητα ήταν συνταγματάρχης που έλεγε παπάτζες). «Πέντε μέρες έχει να βγει το παιδί», «το έχουν διαλύσει στις υπηρεσίες το καμάρι μου» και τέτοια.

Η τελευταία πράξη του δράματος παίχτηκε στον «τάκο». Το μουστάκι του Πυργιώτη δεκανέα έβγαζε καπνούς, καθώς απήγγειλε τα λόγια. «Δεκανέας πεζικού τάδε, επιλοχίας τρίτου λόχου. Παρουσιάζομαι στην πρωινή αναφορά του τάγματος κύριε διοικητά για να σας αναφέρω πως είμαι τιμωρημένος από εσάς με εικοσαήμερο φυλάκιση διότι κατόπιν ελέγχου διαπιστώθηκαν ατασθαλίες στις υπηρεσίες». «Κι άλλες 20 επειδή είσαι αγυάλιστος», πρόσθεσε ο Δοίκας (πάει να πει διοικητής) που νωρίτερα είχε μιλήσει με τον Ταξίαρχο. Κάθε φορά που ψέλλιζε μισή κουβέντα να δικαιολογηθεί το μουστάκι, ο λογαριασμός ανέβαινε και μία 20άρα. Πλάκα-πλάκα, έκαμε μία δεύτερη θητεία για ένα τέταρτο υπόθεση που κράτησε το φιάσκο. Κι ο Γιώργης, το βύσμα, εκεί να στέκει αγέρωχος και να περιμένει να πάει δύο να σχολάσει…