Επαρακολούθησα με περίσσιο εδιαφέρον τη μάχη για τσι τηλεοπτικές άδειες στην Καλλιθέα. Κι όταν εγώ λέω «επαρακολούθησα» δεν εννοώ όλες εκείνες τσι μούφες που διαδίδανε κάτι άσχετοι που πληρώνονται για να λένε και να γράφουν κάτι σαχλαμάρες κι επειδή στη φορολογική τους δήλωση λέει «δημοσιογράφοι» το πιστεύουνε κιόλα πως είναι. Όχι παιδί μου, εγώ με ευτούνη τη φάρα δεν θέλω να ‘χω σκέση. Η αφεντιά μου τα είδε όλα με κι όχι με τα μάτια της ψυχής ή της φαντασίας, αλλά με τσου γαλαζοπράσινους οφθαλμούς που απλόχερα τση χάρισε η δύση. Η φύση ήτο λιγουλάκι τσιγκούνα και μου τα ‘καμε μαύρα, λες κι είμαι πλέμπα, μα όταν το ’76 ταξίδεψα στο Λος Άντζουλες μαζί με το Σπύρο το Φωκά για καριέρα στο κινηματόγραφο, γνώρισα μια γιατρέσσα με την οποία δεν άργησε η ώρα που κάμαμε μια δίκαιη συμφωνία. Εκείνη μου βαλε φακούς επαφής σ’ απόχρωση Αντiπαξί στα μάτια κι εγώ σε ημερησία διάταξη πέταγα τα δικά τση όξω.
Μ’ αυτά τα μάτια, το λοιπό, είδα και τη διαδικασία και διαπίστωσα πως τα πράματα δε μπάνε καλά για το ντόπο. Μιλάμε πως οι τύποι διαθέτουν κρίση χειρότερη και από το κραχ του ’29 (όχι αυτό δε το ‘ζησα, μεταξύ μας κάπου να κρατάμε κι ένα επίπεδο ειλικρίνειας, μη λέμε κι όλο δράκους).
Εβάριανε τση προσφορές, κοιμώμενοι τον ύπνο του δικαίου οι κακομοίρηδες κι ο κόσμος τους έχει για τσακάλια και πήγανε κι επετάξανε ένα σκασμό λεφτά για ν’ αγοράσουνε αέρα (τηλεοπτικό). Μόνο ο Τζίγκερ φάνηκε εγκρατής ή εμπερδεύτηκε κι έκανε προτάσεις λες κι ήθελε να φέρει πακέτο Μίτου-Ρακουέλ, αλλά για το Γιάννη το ‘ξερα από μια φορά που ‘χε αρρωστήσει ο Στεφανής κι έριξε τα μούτρα του ζητώντας να του ΄κάμω το συνοδηγό σε μια ανάβαση Ριτσώνας.
Οι υπόλοιποι δεν είναι γεννημένοι «παίχτες» και πάνω στο χαμό εκάμανε λάθη που ποδειχτήκανε μοιραία, μ’ αποτέλεσμα να ψάχνει αύριο-μεθαύριο η Κωστούλα εργασία κι ίσως ένα καλό «παιδί» σε κάνα ΚΑΠΗ τση γειτονιάς της.
Αν ήτανε τύποι κωλοπετσωμένοι και σπουδαγμένοι απ’ τη ζωή, θα διέθεταν ευθυκρισία και θα γνώριζαν πώς να παίζουν στα δάχτυλα καταστάσεις που πρέπει μέσα σε δευτερόλεφτα να πάρεις μια σωστή απόφαση σε θέματα ζωής και θανάτου. Τέτοιος, όπως κατάλαβες, είμαι και του λόγου μου, μα δεν ήμουν πάντα έτσι. Μέχρι να φτάσω στο σημερινό μου ανάστημα είχα κι εγώ τσι αστοχίες μου και δύο συγκεκριμένα ήταν τόσο βαρβάτες που θα τσι μοιραστώ μαζί σας.
Τη μπρώτη τη θυμάμαι σα τώρα κι ας έχουνε περάσει κάτι αιώνες από τότε. Στην έκτη δημοτικού πηγαίναμε δύο παιδάκια όλα κι όλα, εγώ κι ο Δημητράκης. Την 25η Μαρτίου 19ΧΨ, λοιπό, για να τα μαρτυράμε όλα δίχως ξύλο, ο Δημητράκης ευτύχησε να πάρει βαθμό 6 τη στιγμή που εγώ καθάριζα με 5 κι έχανα την ευκαιρία να πω το ποίημα για τσου ήρωες στον ανδριάντα της πλατείας. Ντυμένοι εύζωνοι κι οι δύο, εκειός μπροστά να απαγγέλει, εγώ ξωπίσω του να βράζω στο ζουμί μου σαν την παδέλα φακές που’ χα φάει αποβραδίς- κι ένα ολάκερο χωριό ν’ αντιλαμβάνεται πως σε κούρσα για δυο αλόγατα, εγώ ήμουν ο Ντορής κι ο άλλος Επιβήτωρ.
Έχετε κατά νου εκείνη τη παστόκα που λένε οι αμερικάνοι; Ότι ο πρώτος είναι πρώτος, στο τέλος κανείς δεν θυμάται το δεύτερο; Ε, λοιπό, σας πληροφορώ πως α ζούσε ο παππάς κι ο δάσκαλος που ‘τανε μάρτυρες του σκηνικού θα ορκιζόσαντε πως σ’ εκείνη τη περίπτωση, ο ανταγωνιστής μου πέρασε μονόστηλο κι εγώ πρώτη σελίδα στη SportDay. Με τη φακή να πουργάρει κάργα στο στομάχι μου, έπρεπε ή να δράσω ή να σκάσω. Κι επειδής το Δημητράκη από φωνή δεν τονε λεγες τενόρο, είπα να βήξω προκειμένου να μην ακουστεί σε όλη τη μπλατεία τ’ αποτέλεσμα της διατροφικής μου συνήθειας τα βράδια στη Τετάρτης που η νηστεία στο σπίτι ήταν νόμος.
Ωστόσο, το παραδέχουμαι, δε λογάριασα καλά… Πήγα να βηξωκλάσω και χέστηκα πάνου μου. Το άσπρο το καλτσόν που εφόριαμε για να μοιάζουμε ευζώνοι κι εκείνα τα σώβρακα με την τρούπα μπροστά που ήταν τότενες η τελευταία λέξη της μόδας, δεν ήταν εξοπλισμός για κάλυψη-απόκρυψη του εσωτερικού μου κόσμου που έγινε ορατός σ’ όλη ντη κουστωδία.
Κάτι χρόνια αργότερα, έφηβος κι αποφασισμένος να ντύνουμαι συνέχεια λες και πάω σε κηδεία, άρχισα με κάτι άλλα καλόπαιδα να πίνω «αγριάδες». Καλή φάση, βοηθάει και στο γλαύκωμα απ’ ότι λένε τώρα, μα τότε έτσι και σε τσακώνανε δε μπρολάβαινες να μετράς φάπες από τα όργανα μέχρι να πεις μπάφος ή σκανδιναβική κάνναβη όπως την αποκαλούνε τα λεξικά. Τέλος πάντο…
Εκειό το μοιραίο βράδυ γυρνάγαμε από μία αγοραπωλησία με τον Φίλιππο και τον Βάνια, τσου οποίους στη μπαρέα αποκαλούσαμε «Φίλι-Βανίλι» παραφράζοντας εκειούς που ‘χανε φτιάξει συγκρότημα -α θυμάστε- αλλά επρόκειτο περί δύο σωτατζήδων. Το μόνο που κάνανε ήτανε πως ανοιγόκλειανε το στόμα τους και καμώνονταν πως τραγουδάγανε ενώ τα μεγάφωνα παίζανε τσι φωνές κάποιων αλλωνώνε.
Καθώς γυρνάγαμε το είδαμε το μπλόκο από απόσταση. Αποφασίσαμε να ψηφίσουμε για το πώς θα κινηθούμε κι όπως συμβαίνει κομμάτι συχνά στο ντόπο, οι εκλογές μας ήταν ένα φιάσκο. Βλέπεις, ένας άλλος μεγαλύτερος που αργότερα έγινε ταρίφας, αλλά από τότε ένιωθε την ανάγκη να μοιράζεται σοφία, μου ‘χε πει την παπάτζα πως «καλύτερο ξεκάρφωμα είναι το κάρφωμα» σε τέτοιες περιπτώσεις. Τσου ‘πεισα, λοιπό, πως καλύτερο κάρφωμα από τρικάβαλο σε 72άρι Χόντα στρογγυλοφάναρο δίχως φώτα και με μία εξάτμιση ζέμπρινγκ -νίκελο όλο- σουρωτήρι, δεν υπήρχε. Και για να το κάμουμε ακόμα πιο πιστευτό το κάρφωμα -που εσήμαινε ξεκάρφωμα, βάλαμε τον Φίλιππο να κρατάει το τιμόνι, ένεκα του οτί διέθετε πλούσια μοϊκάνα που τον έκανε να φαίνεται ακόμα πιο αθώος.
Για να μην τα πολυλογώ, την άλλη μέρα παρουσιαστήκαμε ενώπιο εισαγγελέως. Κι αν δεν ήταν εκείνο το καλό παιδί ο Αλέξης που όσο μπόι του ‘λειπε το ‘χε σε διασυνδέσεις κι από τότε έδειχνε ένα πάθος για τέτοιες υποθέσεις, ακόμα φούσκους θα τρώγαμε από τα χέρια τση δικαιοσύνης.
Γι’ αυτό σας λέω φίλοι μου, μεγάλο προσόν το καθαρό τση κρίση, μα χρειάζουνται πιτσικουλιές για να την αποκτήσεις.