Αν δεν καπνίζεις πουράκια με γεύση μέντας, δεν θα ΄χεις πρόβλημα

Εκείνοι που το πρόλαβαν «στα καλά» του, δεν έχουνε δεύτερες σκέψεις όταν τους ρωτάνε για το μέρος που δεν θα ξεχάσουν ποτέ. Κι αφού οι τουαλέτες του Berlin δεν μπορούν να μιλήσουν, το κάνει ο θείος Λάρι

Τη μπρώτη φορά που πήγα, εσκιάχτηκα λίγο. Ένας μισοάβγαρτος, ημιάγριος επαρχιώτης, πολύ γκρίζος για το ουράνιο τόξο που αντικρίσανε τα μάτια μου. Ένας που με πήρε χαμπάρι, αντί να με πετάξει όξω με τσι κλωτσίες όταν συνηθισμένος από τα «καρεκλάδικα» που ήταν τση μοδός την εποχή, είχα ξεφτιλίσει τα ξηροκάρπια σα λιμασμένος, μου είπε την ατάκα που με έβαλε κι εμέ στο κόλπο. «Παλικάρι χαλάρωσε, είσαι στο Berlin, το 8ο θαύμα του κόσμου. Αν δεν καπνίζεις πουράκια με γεύση μέντας δεν υπάρχει πρόβλημα».

Μέσα στο επόμενο διάστημα ευτούνο προσπάθησα να καταλάβω πώς αυτό το μικρό κομμάτι γης, χωμένο μέσα σ’ ένα στενάκι στη Σαλονίκη εμπόριε κάθε νύχτα να χωρεί εκεί μέσα τσου πάντες και ποιους από όλους ήταν ο διάοτσος που μεταμόρφωνε τους ανθρώπους σε παρέα με το που πατάγανε το πόδι τους στο χώρο.

Έβγαζε ένστιχτα. Ένστιχτα που οδηγάγανε σε γούστα. Κι άμα από τη Σαλονίκη αφαιρέσεις τα γούστα δε μένει τίποτα. Μουσικές πολύχρωμες, ασορτί με τσου ακομπλεξάριστους θαμώνες, που ανάμεσά τους ξεχώριζες από τον Αγγελάκα (πρι γίνει διάσημος και τονε μάθουνε κι οι χαμουτζήδες), μέχρι την μπερδεμένη τη Νικόλ που επειδή είχε τελειώσει νομική και περνιότανε για δικηγόρος έσκασε μύτη με ταγεράκι κυπαρισσί! Ωραίο θέαμα η Νικόλ εκειό το βράδυ! Στριμωγμένο το κορμί της έγραφε τέλεια στα αταίριαστα τα ρούχα, με δυο χλεχλέδες συνοδεία να ρουφάει γρήγορα μια πίνα κολάντα για να τελειώσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα το μαρτύριο που εβρέθηκε εκεί μέσα.

pina

Δατ’ς γουέρ αι κέιμ ιν… Πίσω δεξιά στους καναπέδες, εκεί που και να ξάπλωνες -εφόσο δεν γινότανε τση μουρλής από τον κόσμο- δεν έτρεχε κάστανο. Υπήρχε κατανόηση. Όπως κατανόηση έδειξα κι εγώ σε εκείνο το κοκκινομάλλικο πρόβατο που κατά λάθος βρέθηκε στο στόμα του λύκου. Ένα χαμόγελο, κόντρα χαμόγελό, δύο σφηνάκια, ντροπές στην άκρη, καληνύχτα χλεχλέδες, κάμε κομμάτι στην άκρη γιατί θέλουνε να χαμουρευτούνε και τα παιδία δίπλα, ωραία είναι εδώ, πω πω κομματάρα, κι άλλα σφηνάκια, βολικό το ταγέρ γιατί η φούστα σηκώνεται, ήρθε η ώρα για να περάσουμε πίστα.

Η επόμενη πίστα ήταν οι τουαλέτες του μαγαζιού που κάποια βράδια ήταν πιο γιομάτες κι από το ίδιο το μαγαζί. Λες κι έπρεπε να ‘χες κρατήσει ρεζερβέ για ένα στα όρθια. Καμιά φορά, όπως τότε με τη Νικόλ που με είχε ανάψει για τα καλά με την αμφίεση, δεν σ’ ένοιαζε καν να μπεις στο WC. Και ο διαδρομάκος μία χαρά βόλευε, αλλά ήτο τόσο στενός που ένα νταβραντισμένο αρσενικό σε πλήρη στύση έπρεπε να κατέχει και λίγο από τέτρις για να βάλει το κάθε κομμάτι στη σωστή θέση και να επέλθει η συνουσία. Κι εγώ στο τέτρις ήμουν άσσος.

tetris

Όχι πως δεν εμπόριε να με βρει κι εμέ μια αστοχία… Υπήρχε μία περίοδος, λίγο μετά το ’90, όταν πλέον είχανε σταματήσει οι επιχειρήσεις «αρετή» που ερχότουνα με κάποια αφορμή κάτι νοσταλγοί του Παττακού που μας μπουζουριάζανε για εξακρίβωση στοιχείων, που οι τουαλέτες είχανε γίνει το δικό μας γήπεδο. Κι όπως στην Αγγλία στέκει αγέρωχη η πινακίδα «Δις ιζ Άνφιλντ», έτσι και στο Beriln κάποιος αθεόθοβος είχε γράψει από πάνου με το που έμπαινες «Αυτές είναι οι χειρότερες των Βαλκανίων», όπως η Αθλητική Ηχώ πριν αρχίσει να μοιράζει τσόντες, η «μεγαλυτέρα των Βαλκανίων». Υπερβολές…

Όχι και των Βαλκανίων. Τση Θεσσαλονίκης σίγουρα, άλλα κάπου ήταν και κάπου λογικό να συμβεί αυτό με τόσα πέρα-δώθε και τόσα μέσα-όξω  κι αμέτρητες παραλλαγές της στάσης «ένα στα βρώμικα» αντί για «ένα στα όρθια», που είχε εφευρεθεί ως όρος προκειμένου να περιγράψει την αλήθεια. Μία φορά, με ένα Καρδιτσοτρίκαλο που μου διαφεύγει το όνομά του, ακολουθήσαμε την ίδια πορεία όπως με τη Νικόλ. Όμως κάτι τα αλκοόλια εκεί μέσα, κάτι οι στριφτογυροτεχνείες που είχαν προηγηθεί, κάτι το ένα κάτι τ’ άλλο, η σαρξ παρέμενε ελαφρώς μελάτη.

«Θα σ’ έπαιρνα στο στόμα μου, αλλά δεν έχω σάλιο», ομολόγησε κι έκαμα κάνα τέταρτο να αντιληφθώ πως δεν μου ζητάει δανεικά, αλλά εννοούσε αυτό που καταλάβατε κι εσείς αν δεν είστε βλάκες. Μισή ώρα αργότερα από τα ηχεία ακουγότανε το «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες» κι εκτός από τους δύο μας κανείς δεν καταλάβαινε τι φλας είχε φάει ο ντι τζέις κι έπαιζε Αττίκ…

attik_zitate

Τελικά την ταχτοποίησα τη λεγάμενη μια βραδιά που την ξαναπέτυχα μετά από ένα παιχνίδι του Άρη με την Κατοβίτσε, που έψαχνε παρηγοριά για το χαμένο πέναλτι του Σάββα του Κωφίδη και μ’ άφησε να γίνω ο Φοιρός της. Παραλίγο βέβαια κι εκεί να ‘χουμε ντράβαλα γιατί οι γυναίκες σε οργασμό γίνουνται απρόβλεπτες. Εκείνης τση ήρθε να φωνάζει «Λάρι θεέ μου, μοναδικέ μου» και «Λάρι Λάρι Λάρι Λάρι σ’ αγαπάω» κι ένα άλλο που πήγαινε «Οοο βάλε γκολ, βάλε γκολ, βάλε γκολ, Λάρι είμαι γκολ», ιαχές που για τσου θαμώνες μπαοκτσήδες λειτουργήσανε όπως η στάλα αίμα στη θάλασσα για τον καρχαρία. Είδανε και πάθανε κάτι πιο λογικοί να τσου συνεφέρουνε έτσι όπως βροντάγανε τη μπόρτα για να μας λιντσάρουν. «Βρε μαλάκες, δεν λέει ΑΡΗ! Λέει Λάρι». Δόξα σοι ο θέος, εγλιτώσαμε.

Ωραία χρόνια! Αφού επιζήσαμε στο Berlin, δεν φοβόμαστε τίποτα, λέγαμε. Και πιστεύαμε βαθία μέσα μας πως έτσι είναι η ζωή που διαλέξαμε. Νύχτες ανάμεσα σε καλλιτέχνες, χουλιγκάνια, ξεπέτες, ποιητές, ντου, διανόηση, προσωπικότητες, φασαρίες, νιου γουέιβ, περσόνες, μουσικούς, στρέιτ, οινοπνεύματα, γκέι, γκαραζ, πανκ, πάρτι. Νύχτες ροκ, με μόνο πρέπει το ένστιχτο.

pank

Πολύ καιρό αργότερα, κατά τύχη εσυνάντησα τον Αλέξη που ‘χε δουλέψει μπάρμαν εκεί μέσα. Χαιρετηθήκαμε αμήχανα και γρήγορα, μήπως δεν προλάβει κανένας μας να δει πως ο άλλος φορούσε υφασμάτινο πανταλόνι και υποκάμισο μπλου κόλαρ, τα οποία εύκολα ρουφιάνευαν πως τελικά το Berlin ήτο αυθεντικό, όχι εμείς και οι μέρες μας κυλούσαν ανάμεσα σε δουλείτσα, οχταωράκι, σου-κου, υπερωρίες, εμφράγματα, φεϊσμπουκ, δόσεις, δάνεια και άλλες τέτοιες σαχλαμάρες της πολιτισμένης κενωνίας. Τουλάχιστο, μαθαίνω πως αυτό στέκει ακόμη ίδιο κι απαράλλαχτο, μυθικό και «απολίτιστο».